Η αποκρουστική όψη του Μεγάλου Αδελφού



Το πρόβλημα με το ανθρωποφαγικό τηλεοπτικό προϊόν του «Σκάι» δεν είναι τόσο ο ρατσισμός ή ο σεξισμός των μεμονωμένων παικτών όσο η χυδαία συνταγή παρόμοιων θεαμάτων, που βασίζεται στην αλληλοεξόντωση και την απαξίωση του διαφορετικού ● Σε άλλες χώρες προβλήθηκαν σκηνές κακοποίησης γυναικών για χάρη της τηλεθέασης.

Το σκληρό ριάλιτι που πρωτοείδαμε επί «ισχυρής Ελλάδας» επιστρέφει σε μια εντελώς διαφορετική πολιτική και κοινωνική συνθήκη. Σε μια κοινωνία που βγαίνει από μια δεκαετία σκληρής λιτότητας και εποπτείας και αντιμετωπίζει μια νέα βαριά ύφεση και μάλιστα υπό συνθήκες πανδημίας, η «αόρατη» παρουσία ενός Μεγάλου Αδελφού που βλέπει, επιτηρεί, κρίνει και νουθετεί, η επιτήρηση και η πειθάρχηση γίνονται θέαμα προς κατανάλωση. Και αυτό κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι.

Ο νταής του «Σκάι» που απροκάλυπτα έφτασε να μιλάει για βιασμό των γυναικών προκάλεσε κύματα δίκαιης οργής. Ο τηλεοπτικός σταθμός, αφού πρώτα του είχε επιτρέψει να μας πετά κατάμουτρα τις πιο μάτσο, σκοτεινές και ομοφοβικές «απόψεις», επιχείρησε να πείσει ότι αυτό που είδαμε στις οθόνες μας ήταν «μεμονωμένο περιστατικό», όμως η πρόκληση, η χυδαιότητα, η ταπείνωση του άλλου είναι μέρος της συνταγής αυτών των θεαμάτων.

Στη Νότια Αφρική, τη Βραζιλία, την Τουρκία και την Ισπανία γυναίκες κακοποιήθηκαν μπροστά στα μάτια εκατομμυρίων τηλεθεατών. Το προϊόν να πουλάει κι ας φτάνει μέχρι τον ίδιο τον βιασμό... Το πρόβλημα δεν είναι κάθε τσογλαναράς, αλλά αυτοί που εμπορεύονται τη χυδαιότητα, τον σεξισμό, εν τέλει το έγκλημα ή την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο παίκτης του τηλε -σκουπιδιού του «Σκάι» προκάλεσε κύματα δίκαιης οργής, κάποιοι από τους χορηγούς αποσύρθηκαν, ο σταθμός αναγκάστηκε προσώρας να σταματήσει τη διαδικτυακή μετάδοση του ριάλιτι και να τον αποβάλει, το ΕΣΡ διενεργεί έρευνα, η κυβέρνηση σύρθηκε στο να τραβήξει το αυτί στον φίλτατό της τηλεοπτικό σταθμό, ωστόσο το «σόου» όπου καταρρακώνεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνεχίζει ακάθεκτο και οι τηλεθεατές του ακατάβλητοι.

Ο «Σκάι» διαφημίζει το προϊόν του ως «ένα μοναδικό κοινωνικό πείραμα», όπου 17 άνθρωποι ζουν για 100 μέρες σε 700 τ.μ. παρακολουθούμενοι από 56 κάμερες και 50 μικρόφωνα ώστε ένας από αυτούς να κερδίσει 100.000 ευρώ. Το σόου αυτό, τέκνο του δισεκατομμυριούχου πια Ολλανδού Τζον ντε Μολ, μετρά πάνω από δύο δεκαετίες ζωής, 448 σεζόν προβολής σε περισσότερες από 54 χώρες - σε κάποιες δε από αυτές προβάλλεται ακατάπαυστα.

Παιδί ενός κόσμου που ακόμα δεν είχε ανακαλύψει το Web 2.0, το Big Brother για την εποχή του ήταν όντως πρωτόγνωρο και προκαλούσε την άγρια ηδονοβλεπτική πλευρά των τηλεθεατών, που τότε ακόμα δεν δέχονταν μεγατόνους οπτικής πληροφορίας από τις αθέατες ζωές των άλλων. Είκοσι χρόνια μετά, όμως, και ενώ οι κοινωνίες και οι ιδιωτικές ζωές όλων μας είναι σχεδόν διάφανες λόγω της έκρηξης των social media, το εν λόγω σόου συνεχίζει ακάθεκτο.

Στις 6 του μήνα έπαιξε διαδικτυακά το επεισόδιο με τον «λεβέντη», οιονεί βιαστή. Το επεισόδιο ωστόσο που προβλήθηκε τηλεοπτικά τη Δευτέρα έκανε θεαματικότητες 23-24% - όχι πολύ μεγάλες, αλλά ούτε και μηδαμινές, αν συνυπολογίσει κανείς τη θύελλα των οργισμένων αντιδράσεων των πολιτών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (το #cancelbigbrothergr ήταν από τα κορυφαία trends στο twitter).

Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας τουιτάρισε πως έχει ζητήσει τη διερεύνηση του θέματος από το ΕΣΡ, αναμένοντας την αντίδραση του σταθμού. Είχε προηγηθεί η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ, που μεταξύ άλλων έκανε λόγο για αναπαραγωγή κουλτούρας βιασμού. Την ίδια ώρα πάνω από 200 καταγγελίες έφταναν στο ΕΣΡ, το οποίο έχει σχηματίσει φάκελο για το ζήτημα και έχει ορίσει εισηγητή - αν και δημόσια τοποθετήθηκε την επόμενη μέρα με ανακοίνωση του προέδρου του, ο οποίος εξηγούσε ότι θεσμικά η Ανεξάρτητη Αρχή οφείλει να σιωπά μέχρι να κρίνει τις καταγγελίες.

Ο σταθμός επιχείρησε να μετακυλήσει όλη την ευθύνη σε εργαζόμενο και να την καμουφλάρει ως... ανθρώπινο λάθος, ενώ μας ενημέρωσε πως, ναι, έχει γυναίκες σε θέσεις ευθύνης: «Η δημοσιοποίηση του συγκεκριμένου σχολίου στο πλαίσιο της διαδικτυακής μετάδοσης οφείλεται σε ανθρώπινο λάθος εργαζομένου, ένα σφάλμα δίχως πρόθεση, το οποίο, παρά τα μέτρα που είχαν ληφθεί, δεν μπόρεσε να αποφευχθεί». Ο ίδιος ο παίκτης που αποβλήθηκε, ωστόσο, αφού... απολογήθηκε για τη ζημιά που προκάλεσε στην οικογένειά του και την κοινωνία εν γένει, ισχυρίζεται ότι η ανατριχιαστική φράση του όπως ακούστηκε ήταν προϊόν μοντάζ:

Ανθρώπινο λάθος

«Στα κανάλια έπαιξε ένα κομμένο απόσπασμα μιας ανόητης συζήτησης που είχα με τα παιδιά και όχι όλο το βίντεο. Και ένα απόσπασμα σαν κι αυτό καλά έκανε και αηδίασε όλη την κοινωνία. Δεν νιώθω κάτι διαφορετικό και εγώ ο ίδιος όταν ακούω τα λόγια μου απομονωμένα. Οχι πως αλλάζει όσα έχουν συμβεί και ειπωθεί, αλλά πρέπει να πω ότι το “πακέτο” για το οποίο μιλούσα δεν είχε να κάνει με τον ανδρισμό μου αλλά με ένα πακέτο προφυλακτικά για το οποίο κάναμε ανόητη πλάκα με τα παιδιά. Δεν καλυτερεύει αυτό τα λόγια μου, αλλά εξηγώ την ανόητη συζήτηση που κόπηκε».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον -και μάλιστα σε σχέση με το αφήγημα περί ανθρώπινου λάθους που προμοτάρει ο τηλεοπτικός σταθμός- έχουν όσα έγραψε ένας άνθρωπος σαρξ εκ της σαρκός μέχρι πρότινος του «Σκάι», ο Αντώνης Κανάκης: «Επέλεξαν πολύ προσεκτικά και μάλιστα χρησιμοποιώντας το άλλοθι της δήθεν διαφορετικότητας (ιερή υπόθεση ο σεβασμός στη διαφορετικότητα), ανθρώπους με τα χαρακτηριστικά αυτά τα οποία θα τους οδηγήσουν σε ακραίες συγκρούσεις υπό συνθήκες εγκλεισμού, θα προκαλέσουν και θα δημιουργήσουν ντόρο στην εποχή τού «ντόρος να γίνεται, βρε αδελφέ», ακόμα και αν ο ντόρος αυτός είναι κοινωνικά εγκληματικός. Βάλε στο ίδιο καζάνι σεξιστές, ρατσιστές, ομοφοβικούς, κρυφοναζί, εθνικιστές, άντρες, γυναίκες, αλλοδαπούς, ομοφυλόφιλους κ.λπ. και η συνταγή θα λειτουργήσει μόνη της. Ασ’ τους να σκοτώνονται».

Ηδη από την παρουσίαση του μάτσο παίκτη στο εισαγωγικό βίντεο τον ακούμε να λέει πόσο καταλυτικό ρόλο παίζει το σεξ στη ζωή του («χωρίς αυτό θα πεθάνω»), ενώ περιγράφει την ιδανική γυναίκα ως αυτή που «θα κυνηγάω σαν σκύλος». Στη στερεοτυπική εικόνα του βαρβάτου αρσενικού που φιλοτέχνησε για τον εαυτό του έβαλε και την απαραίτητη δόση ομοφοβίας: «Δεν μπορώ να κάνω σίγουρα παρέα με τους γκέι. Δεν θέλω να μου τρίβονται, να σαλιαρίζουν, να με φιλάνε, να μου κάνουν τέτοια… Μακριά καλύτερα». Ο παίκτης δεν ήταν ούτε μια ατυχής ούτε μια τυχαία επιλογή λοιπόν - ίσα ίσα, η χυδαιότητα, η ομοφοβία, ο σεξισμός του, η σκληρότητα απέναντι στις γυναίκες ήταν ό,τι πρέπει για να αποτελέσει άριστο υλικό για το προϊόν.

Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που κάτω από το «άγρυπνο βλέμμα» του Μεγάλου Αδελφού η γυναίκα αποτελεί «μέσο εκτόνωσης» για οποιονδήποτε επίδοξο βιαστή. Στα τηλεοπτικά σπίτια παγκοσμίως έχουν υπάρξει πολλά περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης που έφτασαν μέχρι και σε βιασμό: στη Νότια Αφρική, τη Βραζιλία, την Τουρκία και την Ισπανία, γυναίκες κακοποιήθηκαν μπροστά στα μάτια εκατομμυρίων τηλεθεατών.

Η Καρλότα Πράδο το 2017 αναίσθητη βιάστηκε μία φορά από τον συμπαίκτη της και άλλη μία όταν η παραγωγή τής έδειξε τα πλάνα του βιασμού της. Και αυτό που λέει για την παραγωγή, όταν η υπόθεσή της φτάνει στις αίθουσες των δικαστηρίων, αντικατοπτρίζει όλη τη φιλοσοφία του Βig Brother: «Εβλεπαν λες και πρόκειται για μια ταινία, χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα».

Το νεοφιλελεύθερο θέατρο του πόνου

Για τον κοινωνιολόγο Ζίγκμουντ Μπάουμαν τα παιχνίδια τηλε-πραγματικότητας αποτελούν τον αντικατοπτρισμό της παγκοσμιοποίησης. Η ριάλιτι τηλεόραση κέρδισε τη θέση της στην ποπ κουλτούρα παράλληλα με την άνοδο των νεοφιλελεύθερων πρακτικών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Η δημοτικότητά της εδραιώθηκε στις συνθήκες της ρευστής νεωτερικότητας, όπου τα όρια ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό γίνονται όλο και πιο ασαφή. Στην πραγματικότητα, η πολυετής παρουσία της στους τηλεοπτικούς δέκτες υπογραμμίζει την κυριαρχία της ιδιωτικής στη δημόσια σφαίρα. Ατομικισμός, επιβίωση, αλληλοεξόντωση, απαξίωση των συμπαικτών και αποκλεισμός ηττημένων και αδυνάτων θυμίζουν όσα ζούμε καθημερινά. Ο κοινωνικός δαρβινισμός στην τηλεόραση, στα χειρότερά του...

Η συναισθηματική εμπλοκή του ακροατηρίου στις ιστορίες των ριάλιτι επίσης είναι αξιοπρόσεκτη. Η Αννα Μακάρθι από το Πανεπιστήμιο της Ν. Υόρκης, μελετώντας τα αμερικανικά ριάλιτι, τα χαρακτήρισε «νεοφιλελεύθερο θέατρο του πόνου» παρατηρώντας το Extreme Makeover: The Home Edition που προβλήθηκε από το ΑBC και αποτέλεσε μια παρέλαση ιστοριών ανθρώπινου δράματος. Σπάνιες ασθένειες, θύματα εκφοβισμού και γονείς σε πένθος ήταν μερικές μόνο από τις ανθρώπινες ιστορίες όπου το ακροατήριο έλαβε μέρος μέσα από την εκπομπή. Οι προσωπικές ιστορίες που τίθενται σε πρώτο πλάνο δημιουργούν σημεία ταύτισης και απόκλισης.

Σε έρευνα που έγινε το 2010 σε ακροατήριο του Big Brother UK παρατηρήθηκε ότι η διαδικτυακή συζήτηση των τηλεθεατών γύρω από τους παίκτες των ριάλιτι καταλήγει να γίνεται πολιτική σε ένα μη πολιτικό περιβάλλον (Van Zoonen, 2005).

Για τη Laurie Ouellette τα ριάλιτι εγείρουν έναν διάλογο για την αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου να είναι εξαιρετικά ανταγωνιστικός, αυτάρκης και συνεχόμενα επαρκής σε ένα έντονα ανταγωνιστικό πλαίσιο. Κυρίως, όμως, καταδεικνύουν την αλλαγή της πρόσληψης του δημόσιου. Ο νεοφιλελευθερισμός ως σύστημα σκληρότητας βρίσκει την απόλυτη οπτική του απεικόνιση μέσα από την τηλε-πραγματικότητα.

Από τη γυναίκα με το μούσι στον Μεγάλο Αδελφό

Τον μακρινό 16ο αιώνα στη βικτοριανή Αγγλία ξεκίνησαν τα freak shows: η γυναίκα με το μούσι, ο πιο ψηλός και ο πιο κοντός άνθρωπος του κόσμου, άνθρωποι που γεννήθηκαν με ασθένειες ή αναπηρίες ή απλώς φάνταζαν εξωτικοί επειδή προέρχονταν από μακρινές χώρες επιδεικνύονταν στο κοινό που με το αζημίωτο κατανάλωνε εικόνες του «ξένου» και του «αλλόκοτου». Τα σόου αυτά επέζησαν για αιώνες μέχρι η μικρή οθόνη να αρχίσει να λειτουργεί ως πανοπτικόν και να φτιάξει τη δική της βερσιόν του «ανθρώπινου τσίρκου», όπου «αλλόκοτα» δεν είναι τα πρόσωπα καθαυτά αλλά η δυνατότητα του καθένα να τα παρατηρεί σε μια αλλόκοτη συνθήκη όπως αυτή του εγκλεισμού.

Ηδη η δεκαετία του ‘80, με ένα πλήθος τηλεοπτικών σειρών με αυτοτελή επεισόδια κατά τη διάρκεια των οποίων το κοινό μπορούσε να αποφασίσει την τελική έκβαση της ιστορίας, προοικονομούσε την επέλαση των ριάλιτι. Είχαν προηγηθεί οι σαπουνόπερες, τα τοκ σόου «εξομολόγησης», οι οικογενειακές κωμωδίες καταστάσεων και τα τηλεπαιχνίδια όπου κατασκευαζόταν συστηματικά η εικόνα του «μικρού ήρωα της καθημερινότητας», όπως αργότερα θα αποκαλούσε ο Ανδρέας Μικρούτσικος τους παίκτες του Big Brother. Στον απόηχο της 11ης Σεπτεμβρίου, η ριάλιτι τρας τηλεόραση κάνει το μεγάλο «μπουμ»: σε ένα κλίμα γενικευμένου φόβου, αυτό το «ελαφρύ» τηλεοπτικό προϊόν κάνει τους τηλεθεατές να νιώθουν ότι μπορούν να επέμβουν, να αλλάξουν τον «ρου» της ιστορίας, να γίνουν μέρος μιας αφήγησης που εξελίσσεται μπροστά στις οθόνες τους.

Στην Ευρώπη των αρχών της τρίτης χιλιετίας το τηλεοπτικό τοπίο πριν από την έλευση των ριάλιτι οδεύει προς τον αναπόφευκτο κορεσμό του και τα αμερικανικά ριάλιτι έρχονται για να βρουν το κοινό τους· και να μείνουν, πάντα προσαρμοσμένα στα δεδομένα και τα «κυβικά» της κάθε χώρας. Απότοκο αυτής της συνθήκης και το ολλανδικό Big Brother που ξεκίνησε το 1999 και πήρε σύντομα παγκόσμιες διαστάσεις. Το 2001 στην «ισχυρή Ελλάδα» όπου η ηδονοβλεψία, η «κίτρινη» δημοσιογραφία, το πανταχού παρόν λαϊφστάιλ, το κυνηγητό των σελέμπριτι, όλα πασπαλισμένα με την ψευδεπίγραφη αίσθηση της ευδαιμονίας, ηγεμονεύουν, η ελληνική εκδοχή του Μεγάλου Αδελφού ήταν ένα τηλεοπτικό γεγονός με πολλαπλές επιδράσεις.





Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ανοιχτό κάλεσμα για τη δημιουργία της Ομάδας Προφορικής Ιστορίας Επταπυργίου

Η κοινωνιολογία του φασισµού

Δικαιοσύνη (άρθρο γνώμης του κοινωνιολόγου Γιώργου Βέλτσου)