Η Κοινωνιολογία και η ανοησία

 


Η κατάθεση του νομοσχεδίου για την εκπαίδευση αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, πράξη ασύγγνωστης μνησικακίας. Και όχι μόνο γιατί το υπουργείο δεν επιδίωξε τον παραμικρό διάλογο με τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς ή τα πολιτικά κόμματα και όλους τους ενεχόμενους φορείς. Ούτε γιατί φαίνεται να κάνει χρήση της χειρότερης εκδοχής της «κρίσης ως ευκαιρίας».

Ενα πρώτο θεμελιώδες ζήτημα είναι η πλήρης αδιαφορία για τα ουσιώδη της περιόδου. Ενα σοβαρό υπουργείο, νομίζω, θα ξεκινούσε έχοντας επίγνωση πως τον Σεπτέμβριο τα θέματα καίριας παιδαγωγικής σημασίας θα αφορούν το πώς θα πρέπει να διδάξουμε, τι θα γίνει με την ύλη, ποιες μετατροπές του αναλυτικού και του ωρολόγιου προγράμματος πρέπει να γίνουν, ώστε να μην προστεθεί στη φετινή απώλεια κι άλλη μία μεγαλύτερη.

Είναι προφανές, σε οποιονδήποτε λογικό άνθρωπο, όχι αριστερό λόγω της υπερβολικής Κοινωνιολογίας, απλώς λογικό, ότι οι τράπεζες θεμάτων, η αυστηροποίηση (sic) της προαγωγής, η αύξηση των εξεταζόμενων μαθημάτων, η «αυτοαξιολόγηση» δεν είναι μόνο παρωχημένα, πιο παλιά κι από τις λάσπες ως προς το «μεταρρυθμιστικό τους αποτύπωμα», θέματα, αλλά, κυρίως, είναι εκτός τόπου και χρόνου. Το ζήτημα είναι να επανέλθουν τα παιδιά στο σχολείο τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Δεν είναι, λοιπόν, πως έχουμε να κάνουμε με μια νέα αντιδραστική υποστροφή στα εκπαιδευτικά μας πράγματα, αλλά με μια αληθινή ανοησία. Αντίδραση και ανοησία δεν ταυτίζονται πάντα. Εδώ, όμως, η ταύτιση είναι έκδηλη. Δείτε το θέμα με την Κοινωνιολογία.

Διδάσκω κοινωνικές επιστήμες στο Λύκειο επί χρόνια, από την εποχή που ξαναήταν η Κοινωνιολογία πανελλαδικά εξεταζόμενο μάθημα. Και λέω μετά λόγου γνώσεως πως το μάθημα γίνεται καλύτερο όταν δεν αφορά αντικείμενο που εξετάζεται πανελλαδικά. Η διδασκαλία είναι πολύ πλουσιότερη, η διαδικασία δίνει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες για κριτική διερεύνηση, για πραγματική συζήτηση στην τάξη, για δημιουργία. Δεν έχω, λοιπόν, καμιά ψευδαίσθηση πως ένα μάθημα «αναβαθμίζεται» όταν εμπλέκεται με τον άγριο τελικό εξεταστικό Μινώταυρο. Το αντίθετο συμβαίνει – φροντιστηριοποιείται (τι λέξη, ε! άσχημη όσο κι αυτό που περιγράφει), άρα γίνεται «κουτάκια» κι αποσπάσματα.

Δεν είναι, λοιπόν, που με ενοχλεί η «απόσυρση» της Κοινωνιολογίας. Ο λόγος είναι που μετράει και νομίζω πως το μόνο επιχείρημα (;) που έχει ακουστεί εκ δεξιών είναι από κάποιον που είπε πως «κάνει τα παιδιά μας αριστερά». Πρόκειται περί βλακείας. Η σχολική Κοινωνιολογία δεν διδάσκει μαρξισμό και αναρχισμό. Εχει και Βέμπερ και Ντιρκέμ και Τάλκοτ Πάρσονς, για τον οποίο οι κοινωνικές ανισότητες όχι μόνο δεν αποτελούν πρόβλημα αλλά είναι λειτουργικά αναγκαίες για την «καλή κοινωνία» – και υπερδεξιούς κοινωνικούς δαρβινιστές ακόμη, τύπου Χέρμπερτ Σπένσερ. Ισόποσα, όπως δεν αξίζει σε όλους.

Αρα, εκτός του ότι πιθανόν να μην τα ξέρουν αυτά οι μεταρρυθμιστές, το κίνητρό τους δεν μπορεί να είναι ο υπερβολικός ριζοσπαστισμός του περιεχομένου. Τέτοιο πράγμα, απλώς, δεν υφίσταται. Το μόνο, λοιπόν, που μπορώ να υποθέσω είναι ότι αυτό που τους ενοχλεί είναι το γεγονός πως, όπως κι αν γίνονται, οι κοινωνικές επιστήμες προάγουν τη σκέψη, οξύνουν την κρίση.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως τα «νέα προγράμματα», ακόμη από το νηπιαγωγείο, είναι πηγμένα στις «δεξιότητες». Ούτε είναι τυχαίο το πόσο ενθουσιάζονται οι ιθύνοντες με τα διάφορα τηλεπράγματα, θεωρώντας ίσως πως η εκπαίδευση είναι κάτι σαν διά βίου τηλεκατάρτιση, ενώ είναι στους αντίποδές της – και όχι μόνο όταν αυτή είναι του είδους «ελικούκου».

Φαίνεται πως η Δεξιά μας, θέλοντας να έχει και θεωρητική στήριξη για τον «μεταρρυθμισμό» της, επιλέγει ιδέες σαν αυτές του παγκοσμίως ευπώλητου ισραηλινού Γιουβάλ-Νοά Χαράρι (Homo Sapiens, Homo Deus, μεταξύ άλλων), όπως καταλαβαίνω από τις συχνότατες σχετικές αναφορές στα έντυπά της. Ο οποίος, μεταξύ άλλων μελλοντολογικών, επιμένει, κι αυτός μετά την Αννα Διαμαντοπούλου, πως ο άνθρωπος του 2050 θα πρέπει να είναι προετοιμασμένος να αλλάξει πολλές φορές δουλειά –και ζωή– στη διάρκεια του βίου του.

Αλλα στα 30, άλλα στα 40, άλλα στα 50, άλλα στα 60 – τι νομίσατε; Κι ενώ είναι έτσι, «τα περισσότερα από τα εκπαιδευτικά συστήματα δεν προετοιμάζουν τους ανθρώπους για μια ρευστή κι αγχωτική ζωή […] Στο παρελθόν, η εκπαίδευση έχτιζε ανθρώπινες ταυτότητες με τον τρόπο που χτίζονται τα σπίτια – με βαθιά θεμέλια και στέρεους τοίχους. Τώρα χρειάζεται να χτίζουμε ταυτότητες όπως όταν στήνουμε ένα αντίσκηνο, που μπορείς ανά πάσα στιγμή να ξεστήσεις και να διπλώσεις…».

Θα δεχτούμε να γίνουν τα παιδιά μας αγχωτικά αντίσκηνα γιατί έτσι το θέλει όχι η «εξέλιξη», αλλά τα αφεντικά; Νά το μείζον ερώτημα!

 

Χρήστος Λάσκος, εκπαιδευτικός

( 8 -5 -2020)


Πηγή

https://www.efsyn.gr/stiles/apopseis/242431_i-koinoniologia-kai-i-anoisia 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«Τα παιδιά της Χορωδίας»

Ανοιχτό κάλεσμα για τη δημιουργία της Ομάδας Προφορικής Ιστορίας Επταπυργίου

Η κοινωνιολογία του φασισµού