3 χρόνια χωρίς τον κοινωνιολόγο Νεοκλή Σαρρή

Σαν σήμερα πέθανε ένα θαυμάσιο παιδί της Πόλης

ΜΝΗΜΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

ΤΟΥ ΝΕΟΚΛΗ ΣΑΡΡΗ

Δημοσιεύτηκε στην ειδική έκδοση της εφημερίδας "Δημοκρατία" για την Κωνσταντινούπολη 29/5/2011, από τον σπουδαίο δάσκαλο, που μας λείπει πολύ...

Αρχές του Μάη του 1980. Μια πρόσκληση στην Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία από το αντίστοιχο σωματείο της Τουρκίας με έφερε στην Κωνσταντινούπολη. Στην ελληνική αντιπροσωπεία εκτός από μένα ήταν η γνωστή καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κική Παπούλια και αδελφή του Γιώργου Παπούλια που την εποχή εκείνη υπηρετούσε πρέσβης της Ελλάδος στην Άγκυρα ( και ο οποίος αργότερα χρημάτισε, για ένα διάστημα και υπουργός των εξωτερικών). Επρόκειτο για ένα συνέδριο που είχε οργανωθεί στην τουρκική πρωτεύουσα και του οποίου η θεματολογία εκτεινόταν στη φιλοσοφία των Βαλκανικών λαών. Την εποχή εκείνη οι ουρανοί μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είχαν κλείσει και δεν υπήρχε αεροπορική σύνδεση μεταξύ των δύο χωρών, εκτός από μια πρωινή πτήση της Lüfthansa από τη Θεσσαλονίκη στην Κωνσταντινούπολη, η οποία παρέκαμπτε τους αιθέρες του επίμαχου Αιγαίου. Καθώς όμως συνεχιζόταν η απεργία των τουρκικών αεροπορικών γραμμών, θα έπρεπε από την Πόλη να ταξιδέψουμε σιδηροδρομικώς νύχτα για νάμαστε το πρωί στον προορισμό μας. Όπως αντιλαμβάνεστε αυτό συνεπαγόταν μια μικρή ταλαιπωρία την οποία η παρέμβαση του κ. πρέσβη είχε εξαφανίσει. Με τη φροντίδα του, ο γενικός πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη που τότε ήταν ο Φίλων Φίλων είχε αποστείλει το υπηρεσιακό του αυτοκίνητο με εντολή να μας οδηγήσει κατευθείαν από το αεροδρόμιο του Αγίου Στεφάνου (εκτουρκισθέντος προ πολλού σε Γεσίλκιοϊ) στην προξενική κατοικία που βρισκόταν στο ‘Σιφάγιουρντού’, στα υψώματα του Βοσπόρου.

Αισθανθήκαμε λίγο παράξενα γιατί το φιλόξενο προξενικό ζευγάρι απουσίαζε-ήλθε κάπως αργότερα- και βρεθήκαμε μόνοι σε ένα καθιστικό, θυμάμαι, που άνοιγε σ' ένα τεράστιο μπαλκόνι από το οποίο από το ένα άκρο στο άλλο ξετυλιγότανε θαυμαστό πολύπτυχο της έκπαγλης Κωνσταντινούπολης, από την κυρίως Πόλη (την ‘παλαιά’ όπως αποκαλούνταν ακόμη και στην εποχή μου), δεξιά του Κερατίου Κόλπου, όπου βρίσκεται η Αγία Σοφία και απέναντί του το Τζαμί του σουλτάνου Αχμέντ, ο Ιππόδρομος, το οικοδομικό σύμπλεγμα των ανακτόρων του Τοπ-Καπού όπως καταλήγει στο ακρωτήρι, τη πούντα του Σαράϊ – Μπουρνού. Απέναντι ακριβώς η Χαλκηδόνα (το τούρκικο Καντίκιοϊ), το Χαϊντάρπασα με τον επιβλητικό σιδηροδρομικό σταθμό απ’όπου θα παίρναμε το βραδάκι το τραίνο που θα μας πήγαινε στην Άγκυρα. Απέναντι δεξιά χανότανε οι γραμμές του Μαρμαρά προς αυτά που αποκαλούσαμε ‘αντικρυνά’ (στα Πριγκηπονήσια) και συγκεκριμένα το Μάλεπε, η Χαρταλιμήν, το Παντείχι….Και δεξιά το Σκούταρι, το Μπεϊλέρμπεϊ με το παραθαλάσσιο ανάκτορό του, το γενέθλιό μου Τσεγκέλκοϊ, το Χρυσοκέραμο των Βυζαντινών χρόνων, το Κανδυλί. Διέκρινε κανείς απέναντι μέχρι την Κάλντζα και το Βανίκοϊ. Αυτά όλα στην απέναντι, την Ασιατική ακτή του Βοσπόρου, του Κατάστενου κατά την παλαιά αλλά φεύ ξεχασμένη πολίτικη τοπολαλιά που μας τη θύμιζε ο Ψυχάρης στο ‘Ταξίδι’ του. Απ’ εδώ που βρισκόμασταν εμείς, στο Ευρωπαϊκό, πάει να πει τμήμα, δεξιά αχνοφαινόταν τυλιγμένος σα σε πλουμιστό μαγνάδι ο Κεράτιος κόλπος και η μια από τις δυό τότε γέφυρές του, ο Γαλατάς με τον πύργο του και στα υψώματά του το Πέραν, το Σταυροδρόμι αλλοτινών εποχών, όταν η Πόλη είχε διακριτή ‘ευρωπαϊκή’ συνοικία. Στο βάθος, πάνω από τον Κεράτιο στον έναν από τους επτά λόφους της Πόλης, ο πύργος του Μπεγιαζίτ (όπου ήταν κάποτε το Σερασκεράτο, δηλαδή το υπουργείο των στρατιωτικών) και τώρα στεγάζεται το κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου Εισταμπούλ και πίσω του βρίσκεται το τέμενος Σουλεϋμανιγιέ (που ανήγειρε ο σουλτάνος Σουλεϋμάν ο μεγαλόπρεπος ή νομοθέτης. Κάπως πιο δεξιά του τζαμιού, περνώντας το υδραγωγείο του Αδριανού, στο βάθος η συνοικία του Φατίχ (Πορθητή), το Τσαρσαμπά και η Δράμα, και στους πρόποδες εκτείνεται το Φανάρι η ‘συνοικία των ευγενών’ (όπως την αποκαλούσε ο συνονόματος παππούς μου- μια και είχε γεννηθεί εκεί) με τον Πάνσεπτο Πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου και το κτηριακό συγκρότημα του Πατριαρχείου –των πατριαρχείων όπως το λέγαμε, όχι πληθυντικός ανάλογος ‘των ανακτόρων’, αλλά γιατί στα χρόνια της επί του Γένους μας οσμανικής κυριαρχίας, το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης ουσιαστικά είχε ‘απορροφήσει’ τα υπόλοιπα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, δηλαδή της Αλεξανδρείας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων και οι πατριάρχες τους συνήθως περνούσαν τον καιρό τους στο Φανάρι, από όπου –για να έλθουμε στην περιγραφή μας- με λίγη καλή διάθεση από εκεί που ήμασταν, διέκρινες ή νόμιζες πως διέκρινες στα υψώματά του σαν αετοφωλιά τη Μεγάλη του Γένους Σχολή (από την οποία αποφοίτησα) με το τρούλο της που κάποτε λειτουργούσε ως αστεροσκοπείο).

Από το μπαλκόνι που βρισκόμασταν, πιο σιμά, και στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου έβλεπες τα ανάκτορα του Ντολμάμπαχτσέ, και αριστερότερά τους τα ερείπια των ανακτόρων του Τσιραγάν (που τώρα είναι ένα περίλαμπρο ξενοδοχείο πολυτελείας) και λίγο πιο ψηλότερα, τα ανάκτορα του Γιλντίζ. Ακόμα το πέρα εκτεινόταν από το Φουντουκλή και το Καμπάτας, το Διπλοκιόνιο (Μπεσίκτας), το Μεσοχώρι (Ορτάκιοϊ) και το Μέγα Ρεύμα ή Αρναούτ-κιοϊ (στο οποίο κάποτε ‘επιχωρίααν’, δηλαδή είχαν τα εξοχικά μέγαρά τους οι Φαναριώτες ηγεμόνες), και κατά σειρά η Στένη, το Νιχώρι, το Μπεμπέκι (όπου και η περιλάλητη Ροβέρτιος Σχολή, το σημερινό Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου), τα Θεραπειά, το Μπουγιούκντερε (ή Βαρυρρύακα των καθαρευουσιάνων) με τις εξοχικές κατοικίες των ξένων πρεσβευτών, το Βαφεοχώρι (Μπογιατζή-κιοϊ), για να προχωρήσει το μάτι κατά το Σαρίγερ και τα ‘καβάκια’, δηλαδή την είσοδο το Βόσπορο από τον Εύξεινο πόντο.
Ένα μεγάλο τμήμα όλου αυτού του πανοράματος το έβλεπα να εκτείνεται μπροστά μου, ενώ ένα άλλο τμήμα το θεωρούσα με τα μάτια της ψυχής μου. Αναδυόταν από το μύχιο εαυτό μου, ενστάλαγμα συνείδησης και μνήμης περίτεχνο και μεγαλειώδες τέχνημα. Μέρα ηλιόλουστη, το βοσπορινό αεράκι μετέφερε θεσπέσιες και τόσο γνώριμες σε μένα οσμές, ενώ έφθαναν στ’ αυτιά μου σπαράγματα από ήχους από την πολύβουη κοσμόπολη ανάμιχτους με ανατολίτικες μουσικές και το νωθρό εζάνι του μουεζίνη από κάποιο μιναρέ στο κάλεσμά του προς τους πιστούς για τη μεσημεριανή προσευχή…

Τα μάτια μου πλημμύρισαν… Ασυγκράτητος ο λυγμός μου, όσος ο πόνος μου βαθύς και ασίγαστος. Σε παραμυθία πρόστρεξαν οι καλές μου συνάδελφοι, η Κική Παπούλια με τη Μυρτώ Δραγώνα (καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, και οι τρεις μας πλέον ομότιμοι …). Αλλά ο πόνος ήταν αξεπέραστος. Είναι απαίσια και η σκέψη ακόμη να είσαι τουρίστας στο δικό σου τόπο τον οποίο αποχωρίστηκες δίχως τη θέλησή σου.
Κατά τη μετάβασή μας από το αεροδρόμιο στην προξενική κατοικία, περάσαμε από την παραλιακή λεωφόρο η οποία την εποχή εκείνη ήταν σχετικά πρόσφατη η διανοιξή της με την πρόσχωση όλης της παραλίας στην ακτή της Προποντίδας επί της θρακικής γης. Η πρόσχωση αυτή αλλοίωσε όπως ήταν επόμενο το παραθαλάσσιο τοπίο από τον Άγιο Στέφανο μέχρι το Σιρκετζή (όπου υπάρχει ο έτερος σιδηροδρομικός σταθμός στον οποίο καταλήγει το δίκτυο από το ευρωπαϊκό τμήμα, όπου κατέληγε το γνωστό Orient Express). Έτσι το ιστορικό Μακροχώρι (ή πάλαι ποτέ Μακρί-κοϊ και νυν Μπακίρκοϊ με 4 εκατομμύρια πληθυσμό !!!!!!!!!), το ‘χωριό’ που λειτούργησε κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα κάπως ανάλογα προς τα Βόρεια προάστια της Αθήνας μαζί με τη Χαλκηδόνα στην ασιατική, όπως επεξήγησα πλευρά, ως περιοχές που είχε τις κατοικίες τους ένα σημαντικό τμήμα της ανερχόμενης Αστικής τάξης και όπου επί της σημερινής λεωφόρου Εισταμπούλ βρισκόταν το πατρογονικό σπίτι του προπάππου μου). Μετά το Μακροχώρι, το Επταπύργιο (Γεντή Κουλέ) και πιο πέρα το Βαλουκλή (όπου και τα Ελληνικά Νοσοκομεία – το Ψυχιατρείο και το Γηροκομείο), τα Ψωμμαθειά ή ορθότερα τα Ψαμμαθειά, η Βλάγκα, το Κοντοσκάλι (Κούμκαπου-Γενίκαπου). Στην παράκτια περιοχή που ανέφερα, ιδιαίτερα στο τελευταίο τμήμα ουσιαστικά βρισκόταν υπολείμματα από ψαροχώρια και θαλάσσιες ταβέρνες (που τις συναντά ανανεωμένες βέβαια κανείς και σήμερα). Όταν ακόμη η ακτή δεν είχε υποστεί τις προσχώσεις για να γίνει η πλατιά λεωφόρος που οδηγεί στο αεροδρόμιο, είχε δηλαδή χαλίκια και άμμο, τις μέρες (και κυρίως τις νύχτες) με τρικυμία συνέβαινε κάτι το συνταρακτικό πολυσήμαντο για την αρχαιολογία και ειδικά για τα μολυβρόβουλα, δηλαδή τα ‘σφραγίσματα’ των επιστολών κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Κάθε σπίτι την εποχή εκείνη, συνήθως στην είσοδό του, είχε ένα ερμάριο στο οποίο φύλασσε την αλληλογραφία. Οι επιστολές και τα έγγραφα σφραγιζόταν από το αποστολέα με σφραγίδα και λειωμένο μολύβι (εξ΄ου και μολυβδόβουλο, ενώ χρυσόβουλο ήταν έγγραφο του αυτοκράτορα που έφερε ‘χρυσή σφραγίδα’). Με το χρόνο και τις κατεδαφίσεις των σπιτιών, τα υπολείμματα του ερμαρίου που φυλάσσονταν η αλληλογραφία παρέμεναν στη γη. Βέβαια το κυρίως σώμα του εγγράφου, από χαρτί ή πάπυρο, διαλυόταν, παρέμενε όμως σώο το σφράγισμα. Με την εκ νέου ανοικοδόμηση, τα μπάζα και τα χώματα για τη διάνοιξη των θεμελίων μεταφερόταν σε μαούνες οι οποίες άδειαζαν το περιεχόμενό τους στ’ ανοιχτά της θαλάσσιας περιοχής στην οποία αναφέρομαι. Με την τρικυμία λοιπόν και το συνακόλουθο αναβρασμό τα μολυβένια σφραγίσματα καθάριζαν και ελαφριά όπως ήταν επέπλεαν. Στη συνέχεια το κύμα τα έφερνε στην ακρογιαλιά και τα εναπόθετε στα χαλίκια της. Τότε ήταν πως οι ‘αραϊτζήδες’ ξημερώματα ερευνούσαν προσεκτικά τη ακρογιαλιά και τα περισυνέλλεγαν. Κύριος πελάτης του ήταν ο αρχαιοπώλης Ζάχος ο οποίος εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη εγκαταστάθηκε στην Βασιλεία της Ελβετίας και εξέδωσε ένα μοναδικό και ογκώδες έργο με τα μολυβδόβουλα. Να σημειώσουμε πως ‘αραϊτζήδες’ δηλαδή ‘αναζητητές’ ήταν ένα από τα επαγγέλματα που έχουν εξαλειφθεί. Επειδή ο κύριος όγκος των σπιτιών στην παλαιά Κωνταντινούπολη ήταν ξύλινα και τα σοκάκια στενά, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες ξεσπούσαν οι γνωστές ‘φωτιές’. Πυρκαγιές που έκαιγαν επί μέρες και εξάλειφαν από το χάρτη ολόκληρες συνοικίες. Την κατάσβεση των πυρκαγιών είχαν αναλάβει οι ‘τουλούμπαζήδες’ (τουλούμπα=αντλία). Κάθε ενορία είχε δική της τουλούμπα και νέους που ασκούντο στον αγώνα δρόμου για τη μεταφορά της αντλίας, ήταν σα να λέμε το άθλημα της εποχής. Μετά τις πυρκαγιές οι ειδικοί ‘αραϊζτήδες’ έψαχναν στα αποκαϊδια να βρουν τιμαλφή ή άλλα σχετικά…..

Αυτά και άλλα σχετικά έλεγα στους συνταξιδιώτες μου, περνώντας από την παραλιακή λεωφόρο, όπου με τις προσχώσεις τα παραθαλάσσια βυζαντινά τείχη φαντάζουν πλέον χερσαία. Η συνάδελφος Παπούλια, με διέκοψε ακριβώς κατά τη διέλευσή μας από ένα κομμάτι από το τείχος (αποκαταστημένο με χολυγουντιανή αισθητική).
- Και όμως εμείς είχαμε την Πόλη πάνω από μια χιλιετία… Οι σημερινοί κύριοί της ούτε τα μισά χρόνια δεν έχουν καλύψει…
Δεν είχαν άμεση σχέση οι λόγοι της με τα δικά μου λεγόμενα… Ωστόσο έδεναν όλα μαζί γιατί ανάβλυζαν από κοινή συνειδησιακή κατάσταση…Τον κοινό πόνο από κοινό τραύμα…
Καλοπροαίρετοι με συγκατάβαση και σεβασμό για τον πάσχοντα ψυχισμό του πλησίον, αλλά κυρίως κακοπροαίρετοι –και αυτοί είναι που πληθαίνουν στην ‘εκσυγχρονισιτική’ τους φθονερή λύσσα- θα πουν με το φθόνο και τη χαιρεκακία που τους χαρακτηρίζει ότι το τραύμα σημαίνεται από το ιστορικό γεγονός της Άλωσης της Πόλης. Και κάθετί που έχει σχέση με την ιστορική μνήμη του γένους μας είναι μαύρη αντίδραση και στείρος ‘εθνικισμός’. Στο σκοτισμένο τους μυαλό το μικρόνοο, και στη στενόκαρδη μικροψυχία τους και την πολυπολιτισμική μωρία τους, τυφλωμένοι από το πάθος και τη βλακεία τους (να μη πω τίποτε άλλο), τι μπορεί να σημαίνει η Κωνσταντινούπολη για κάθε Ρωμηό, συνειδητό και ασυνείδητο Έλληνα, είναι τόσο αγράμματοι ιστορικά και συναισθηματικά βαθειά νυχτωμένοι που ούτε μπορούν να τη συλλαβίσουν. Στην πραγματικότητα είναι μια προσπάθεια για εθνική λοβοτομή, για πολιτικό και πολιτιστικό αυτοχειριασμό ταυτόχρονα. Λησμονείται σήμερα σκόπιμα ότι η Μητρόπολη του γένους μας ήταν από τα βάθη της Ιστορίας η Κωνσταντινούπολη. Και όπως παρατηρεί η Ελένη Αρβελέρ, οι Έλληνες είμαστε το μόνο βαλκάνιο έθνος που έγινε ανεξάρτητο κράτος δίχως την πρωτεύουσά του.

Ο Γ. Θεοτοκάς βάζει έναν ήρωα του κυριότερου από τα έργα του, την ‘ Αργώ’, τον Σκινά, να ρωτά τον Χριστίδη, ένα τυπικό εκπρόσωπο της δημοσιοϋπαλληλίας του Ελληνικού κράτους, «Πήγες ποτέ σου στην Πόλη;» και συνεχίζει «όχι δεν πήγες, δεν ξέρεις, δεν μπορείς να καταλάβεις. Όποιος έζησε στην Πόλη και ανάσανε τον αέρα της βαθιά, χορταστικά, τον αέρα της Αυτοκρατορίας δεν θα ξεχάσει αυτό το μεγαλείο, αυτό το ρίγος του μεγαλείου».
Αλλά πάλι η Άλωση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται σε αριθμό ενικό, αλλά πληθυντικά. Η Άλωση της Πόλης είναι ένα γεγονός επαναλαμβανόμενο στον ιστορικό χρόνο. Δεν έχουμε μια Άλωση, αλλά πολλές Αλώσεις από τις οποίες εκείνη του 1204 και του 1453 είναι οι πιο γνωστές. Υπάρχουν και εκείνες του Απρίλη του 1821, του Φθινόπωρου του 1922, του 1943 με εκείνο τον τρομαχτικό ‘Φόρο Περιουσίας’ (το Βαρλίκι), το 1955 με το ανθελληνικό πογκρόμ, το καλοκαίρι του 1964 με τις ομαδικές απελάσεις, το 1974… Η δική μου γενιά έζησε τουλάχιστον τρεις από αυτές….

Μετά την επιστροφή μας από την Άγκυρα, άφησα τους συναδέλφους να αναχωρήσουν και είπα να μείνω δύο-τρεις μέρες, αφιερώνοντάς τες σε ένα προσκύνημα σε δρόμους και σε πλατείες, σε σοκάκια λερά και ανήλια, σε κτήρια οικεία και ζεστά ακόμη και μέσα στον παγετό της εγκατάλειψής τους. Η Μεγάλη οδός του Πέραν (η λεωφόρος Ανεξαρτησίας της σήμερον, το Ιστικλάλ Τσαντεσί), κάποτε είχε κατά συντριπτική πλειοψηφία εμπορικά καταστήματα εφάμιλλα ή/και ανώτερα των ευρωπαϊκών, με ιδιοκτήτες μη μουσουλμάνους/μη Τούρκους όπου οι Έλληνες υπερτερούσαν αριθμητικά. Εκεί, πιο κάτω από τη στοά (το ΄πασά΄) Χατζόπουλου ήταν το κατάστημα του παππού μου του Νεοκλή, μέχρι το 1910, με είδη πολυτελείας και νεωτερισμού για άνδρες, κοντά στο υποδηματοποιείο του Βασίλη Πατσικάκη (παππού βέβαια, και όχι του συνονόματού του εγγονού, που είναι παιδικός μου φίλος και τώρα επί τιμή πρέσβης).
Το Σταυροδρόμι άλλωστε βρίσκεται στο τέλος της Μεγάλης οδού του Πέραν (ξεκινώντας από το Ταξίμ, δηλαδή προς το Τουνέλ όπου διασταυρώνονται οι τέσσερεις δρόμοι (Ντόρτ γιόλ), ένα από τα οποία ήταν το Ασμαλίμετζιτ, ανέκαθεν δρόμος για τους εργένηδες, όπου και κατά τα μέσα του 19ου αιώνα υπήρχαν και τα διαμερίσματα για ‘εργένηδες’ (τα μπεκιάρ ονταλαρί).
Ο προπάππος μου Αλέξανδρος Σαρρής, πηλιωρίτης (από τη Μακυνίτσα) έμπορος σιτηρών ενοικίαζε ένα τέτοιο δωμάτιο γιατί έπεφτε πολύ μακριά να πάει σπίτι όπου ήταν η οικογένειά του (στο Φανάρι αρχικά και μετά στο Μακροχώρι), για να διανυκτερεύει εκεί όταν έπεφτε πολύ δουλειά. Το περίεργο είναι ότι το ίδιο δωμάτιο ενοικίασε στη συνέχεια ο παππούς μου Νεοκλής (μέχρις ότου τέλεσε τους γάμους του με τη γιαγιά μου Ζωή Τσιτσοπούλου από το Καρπενήσι) και έμειναν σε μεγάλο διαμέρισμα σε πολυκατοικία στον ‘ Ίσιο Δρόμο (άλλη ονομασία της Μ.Οδού). Ιστορούσαν λοιπόν ότι σε ένα από τα διπλανά δωμάτια είχε πεθάνει ο ένοικός του που ήταν ανταποκριτής των λονδρέζικων Times. Αυτό συνέβη γύρω στο 1880. Όταν ήλθαν από την αγγλική πρεσβεία να το αποσφραγίσουν διαπίστωσαν με κατάπληξη ότι είχε αρκετά ερμάρια/ντουλάπες με ράφια όπου ο μακαρίτης είχε τοποθετήσει γυάλινα βάζα με ετικέτες που κάθε μια τους έφερε ημερομηνία. Έμειναν εμβρόντητοι, όταν διαπίστωσαν το περιεχόμενο των βάζων: ήταν τα σκύβαλα, τα περιττώματα γενικά του μακαρίτη, με τα οποία είχε κάνει την πιο πρωτότυπη και αηδιαστική ταυτόχρονα συλλογή.
Το Σταυροδρόμι λοιπόν, που αναπτύχθηκε ως οικισμός μετά το τέλος του 17ου αι. γύρω από τα κτήρια των μόνιμων πρεσβειών των ευρωπαϊκών χωρών και που διατηρούνται μέχρι σήμερα, χωροθετείται κοντά στο σημερινό Τουνέλ (το μικρότερο αλλά και αρχαιότερο Μετρό στον κόσμο, που συνδέει το Γαλατά με το Πέραν). Εκεί, έφηβος –μαθητής από την 1η Λυκείου, έτρεχα για να παραδώσω την τακτική μου συνεργασία στην ημερήσια εφημερίδα ‘Εμπρός’. Τα γραφεία της εφημερίδας που διεύθυνε ο Αλέκος Παπαδόπουλος (ιδιοκτήτης σήμερα των εκδοτικού οργανισμού ‘Έπτάλοφος΄ στην Αθήνα), έξι χρόνια μεγαλύτερός μου. Ο Αλέκος ήταν ο άνθρωπος που με εισήγαγε στη δημοσιογραφία. Τα γραφεία του ‘Εμπρός’ βρισκόταν στη λεωφόρο Γκαλίπντεντέ ή πιο απλά στα ΄Σκαλάκια’. Πηγαίνοντας στην εφημερίδα δεν παρέλειπα να κάνω μια στάση στο παλαιοβιβλιοπωλείο του Γιώργου Πατριαρχέα, του έξοχου αυτού ποιητή που λειτουργούσε ως στέκι των διανοουμένων μας, και που βρισκόταν δίπλα από τον ιστορικό τεκέ των Μεβλεβίδων δερβισάδων (των στροβιλοζόμενων). Ο Πατριαρχέας υπήρξε από τους πρώτους Έλληνες υπηκόους που απελάθηκε το Νοέμβρη του 1957 και ύστερα από κάποια χρόνια άνοιξε στην Αθήνα και στην αρχή της Σόλωνος ένα παρόμοιο κατάστημα. Μαζί του είχε απελαθεί ο φίλος του πατέρα μου δημοσιογράφος, μέχρι το 1922 της ιστορικής ‘Πρόοδο’ του Κ. Σπανούδη (σύζυγου της μουσικολόγου Σοφίας Σπανούδη και πατέρα της Αθηνάς ή Νινίτσας Σπανούδη, συγγενών μας, εντάχτηκαν από την πρώτη στιγμή της μετοικεσίας τους στον πνευματικό, πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο της Αθήνας). Ο Παπαδόπουλος καταγόμενος από την Ανατολική Ρωμυλία (μαζί με το Γιαννιό, κωνσταντινουπολίτη γραμματέα του Ι.Ψυχάρη στο Παρίσι) ήταν δυο από τους πρώτους σοσιαλιστές (μαρξιστικής έμπνευσης, όπως ο πόντιος Σκληρός στην Αλεξάνδρεια και ο Γλυνός στη Σμύρνη, το Σεραφείμ Μάξιμο στην Πόλη, αλλά και το θείο του πατέρα μου Ντόντο Παπαδημητρίου που εξέδιδε στην Πόλη το ‘Νέο Πνεύμα’ σύζυγο της συμφοιτήτριας της Σοφίας Μινέϊκο, και μαθήτριας του Γιούγκ, της παιδαγωγού Μυρσίνης Κλεάνθους Παπαδημηρίου και χορηγό του Α.Δελμούζου). Η γυναίκα του Γιαννιού, η Αθηνά Γαϊτάνου ήταν άνθρωπος από τους πιο οικείους της οικογένειάς μας, συγγραφέας μιας σημαντικής μελέτης για το ‘Πνευματικό Μακροχώρι’. Ο Παπαδόπουλος ο οποίος υπήρξε, όπως μου έλεγε ο πατέρας μου ανταποκριτής και του ‘Ριζοσπάστη’, υπήρξε όπως και οι άλλοι τυπικός εκπρόσωπος της ‘πατριωτικής αριστεράς’ που ήλθε σε ρήξη με τη Φεντερεσγιόν του Μπεναρόγια της Θεσσαλονίκης ιδιαίτερα μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση που τους κατηγορούσαν ότι εργαζόταν για έναν ‘ιουδαϊκό σοσιαλισμό’.
Ο Παπαδόπουλος που είχε έντονη πατριωτική δραστηριότητα ιδίως κατά τη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν δημοσιογράφος στην Απογευματινή, την άλλη ημερήσια εφημερίδα (που διήυθυνε ο Γ. Γιαβερίδης) και την οποία συνεχίζει σήμερα ο συμμαθητής μου στο Ζωγράφειο Μιχάλης Βασιλειάδης με το γιο του, τόσο έντυπη, όσο και με ηλεκτρονική μορφή. Ο Παπαδόπουλος, έγραφε τη θρυλική στήλη ‘Στο Φτερό’, όπου είχε γράψει ένα από τα κολακευτικά σχόλια που είχα δεχτεί δεκάχρονος για την παρουσία μου στη σχολική γιορτή στο Κέντρικό. ‘Μπράβο Νεοκλή’. Το ίδιο μου έλεγε δια ζώσης όταν ήλθα στην Αθήνα το 1962 και αναμίχτηκα αμέσως στο φοιτητικό κίνημα, οπότε είχαν φράξει κάποια μορμολύκεια στην Πόλη, αλλά και στην Ελλάδα!!! ‘Ξέρω τις κοινωνικές σου ανησυχίες και τις καταλαβαίνω’ μου έλεγε. Επειδή γνώριζε τον Δημ. Λαμπράκη, με την απέλασή του –είχε μείνει μόνος, γιατί είχε πεθάνει πριν λίγο χρόνο η γυναίκα του Δόμνα)- τον είχε περιθάλψει το Συγκρότημα της Χρ. Λαδά, όπου προσελήφθηκε ‘τιμής ένεκεν’. Μαζί με τους δύο ήταν και ο νεαρός τότε Γιώργος Τσιτούρης. Και ο δημοσιογράφος Ψάλτης, που αν δεν κάνω λάθος ήταν καθολικός το θρήσκευμα, δηλαδή όχι ‘ρωμηός’, παραταύτα οι Τούρκικές αρχές δεν είχαν διστάσει, λόγω της υπηκοόητάς του να τον απελάσουν και αυτόν.



Απέναντι από το κατάστημα του Πατριαρχέα όπου έκαμα την πρώτη στάση μου βρισκόταν το Βιβλιοπωλείο του Σεργιάδη (απ΄όπου προμηθευόμασταν και τα σχολικά μας βιβλία), δίπλα το παλαιοβιβλιοπωλείο της Νομίδη και πιο κάτω το παλαιοβιβλιοπωλείο του Λ. Μπέρτ. Μια δεύτερη στάση ήταν στο διπλανό κατάστημα των καπέλων, του Γιώργου Ρούσου, έξοχου ηθοποιού και σκηνοθέτη (που αναλώθηκε στο ερασιτεχνικό θέατρο, συμπρωταγωνιστώντας κάποτε με τρανταχτά ονόματα των ελληνικών θιάσων όταν επισκεπτόταν την Πόλη και βέβαια με το να σκηνοθετεί στις σχολικές παραστάσεις των τελειοφοίτων του Ζαπείου Παρθεναγωγείου ή του Ζωγραφείου Λυκείου. Ο Ρούσος μου έδωσε το βάπτισμα της σκηνής, ήδη σαν ήμουνα 6 ετών. Ήταν μια κωμωδία του Τσακόπουλου, ‘Ξανθές Μελαχροινές’ που ανεβάσαμε στην αίθουσα του Αθλητικού Συλλόγου Πέραν. Στον Ρούσο που απέλασαν οι Τουρκικές αρχές το καλοκαίρι του 1964 οφείλω επίσης ότι γνώρισα τον κορυφαίο σκηνοθέτη Τάκη Μουζείδη που με προσέλαβε το 1960 στο θίασο του Μάνου Κατράκη, παίζοντας δίπλα σε πολύ γνωστούς ηθοποιούς όπως τους Ειρήνη Παπά, Ζ. Τσάπελη, Μ. Χρονοπούλου, Ν. Βασταρδή και την Κατερίνα Χέλμη με την οποία μέχρι σήμερα διατηρούμε τις καλλίτερες φιλικές σχέσεις.
Δεν ήταν όμως μόνο η Μεγάλη οδός του Πέραν που ήθελα να διαβώ πάνω-κάτω κάποιες φορές, σε ανάμνηση της περαντζάδας των Κυριακών του χειμώνα, όταν απέλυαν οι δικές μας εκκλησίες της Αγίας Τριάδας, των Εισοδίων της Παναγίας, με τις αρμένικες στο Ταξίμ και στο Μπαλούκπαζαρι, και τις καθολικές του Σαντ Αντώνιο και της Σάντα Μαρίας σχεδόν ταυτόχρονα και γέμιζαν τα πεζοδρόμια από κόσμο και (εννοείται ότι όταν νιώσαμε νέοι μας ενδιέφεραν κυρίως οι νέες, ανεξαρτήτως δόγματος και θρησκεύματος). Τα καλοκαίρια ο περίπατος γινόταν στο ΄ντεμπρκαντέρ’ (την αποβάθρα) ή το κέ (προκυμαία) στα Πριγκηπονήσια ή στον παράλιο δρόμο της ευρωπαϊκής ακτής του Βοσπόρου όπου βρισκόταν εκτός από τα γιαλιά (τα παραθαλάσσια μέγαρα που κάποια διέθεταν και ‘καγικαχανάδες’ δηλαδή ιδιόκτητους υπόγειους χώρους για τις μακριές βάρκες, τα καΐκια με τα οποία κυκλοφορούσαν στο Βόσπορο).

Ακόμη πόσο ήθελα να περάσω από το Ζωγράφειο Λύκειο (όπου φοίτησα πέντε χρόνια με γυμνασιάρχη τον πρόωρα χαμένο Βασίλη Μούτσογλου) και από το Κεντρικό Παρθεναγωγείο (του οποίου αποφοίτησα το Δημοτικό, τότε με γυμνασιάρχη τον φίλο του πατέρα μου Θωμά Νάτσινα). Στη συνέχεια ήταν δυνατό να μη περάσω από την Πλατεία Ταξίμ στο Τσιχανγκίρ, τη συνοικία με τους περισσότερους, στην εποχή μου, Έλληνες. Περιοχές του Σταυροδρομίου, του Πέραν (από την παλαιά Πόλη) όπου έμεναν οι δικοί μου από το δεύτερο μισό του 19ου αι και να δω στη λεωφόρο Σιράσελβιλέρ αρ. 184, όπου ήταν τα διαμερίσματα Emniyet, το ‘παρταμέντο μας’, δηλαδή το σπίτι μας και η γειτονιά μας.
Θα έμενε όμως το Πατριαρχείο έξω από αυτή την επιθεώρηση του χώρου της μνήμης και της συνείδησης σε διάσταση πραγματική; Πως ήταν δυνατό να μην περάσω, όπως χρόνια, αρχικά ως τελειοδίδακτος στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στη συνέχεια υπότροφος του Πατριαρχείου στη Νομική Σχολή, απασχολούμενος στο ‘Τουρκικό Γραφείο’ μια υπηρεσία νομική και τύπου ταυτόχρονα με μεταφραστή του τουρκικού Τύπου τον Στυλιανό Κεχαγιόπουλο, τον Στέλιο τον Στυλ (και αυτόν ερασιτέχνη ηθοποιό, τον πρωτοείχα δει ως ‘κοντάρι’ όταν ήμουν εννέα χρονών στο θέατρο ‘Σες’ δίπλα στον Αιμίλιο Βεάκη που έπαιζε τους Άθλίους’ του Βίκτωρα Ουγκώ, με το Νίκο Παρασκευά στο ρόλο του επίσκοπου Μυριήλ και τον νεαρό τότε Αλέκο Αλεξανδράκη εισαγγελέα ή δικαστή. Σε μια μισοάδεια αίθουσα είχα πραγματικά θαυμάσει το Βεάκη –όπως δύο χρόνια αργότερα στο Λαλέ τη Μελίνα Μερκούρη και το Δ. Μυράτ στην Άννα των Χιλίων Ημερών στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη (με το Μίμη Φωτόπουλο και τον Ντίνο Ηλιόπουλο να υποδύονται, αν δεν πέφτω έξω, δύο νεκροθάφτες. Μετά το Στέλιο είχαμε στο γραφείο μας που ήταν γωνιακό, δεξιά αμέσως μετά την είσοδο στο ‘Ευγενείδειο’ λεγόμενο κτήριο –την εποχή εκείνη οι Τουρκικές αρχές δεν έδιναν άδεια να ανοικοδομηθεί το πατριαρχικό μέγαρο που είχε καεί το 1941, και το Πατριαρχείο περιοριζόταν σ’ αυτό το κτήριο που βλέπει δεξιά του ο εισερχόμενος σήμερα από την κυρία είσοδο, έχοντας μπροστά του την ‘ κλειστή Πύλη’, εκεί που τον Απρίλη του 1821 απαγχονίστηκε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, ως υπόλογος για την επανάσταση κατέναντι του Οσμανικού κράτους. Στον δεύτερο όροφο ήταν το Πρώτο πατριαρχικό γραφείο –όπου υπηρετούσε ο Χαρισιάδης, ενώ ο καθηγητής (της Θεολογικής σχολής) Φωτιάδης ήταν εκείνος που έγραφε σε θεσπέσια ελληνικά τα πατριαρχικά επίσημα γράμματα και άλλα σχετικά έγγραφα. Εκεί ήταν και η γραμματεία της Ι. Συνόδου, και το μικρό Συνοδικό. Αρχιγραμματέας ήταν ο αρχιμανδρίτης Συμεών Αμαρίλιος – ο εξ’ Εβραίων!- (μετέπειτα μητροπολίτης Ειρηνουπόλεως και στη συνέχεια Πριγκηποννήσων που είχαμε για ένα διάστημα καθηγητή θρησκευτικών στη Μ. Σχολή υπογραμματέα τον Γαβριήλ Πρεμετίδη μετέπειτα μητροπολίτη Κολωνίας (όλοι μακαρίτες πλέον με τελευταίο τον τελευταίο από τους παραπάνω).
Στο ίδιο ισόγειο, εκτός από το δικό μας γραφείο στο βάθος βρισκόταν τα γραφεία του πρωτοσυγγέλου, που ήταν ο Αιμιλιανός Ζαχαρόπουλος, μετέπειτα τιτουλάριος Μητροπολίτης Σελευκείας που απέλασαν οι αρχές το 1965 και έγινε πρώτος μητροπολίτης Βελγίου και κατόπιν Κώου. Δίπλα του το γραφείο του αείδημου Αρχιδιακόνου Αγαπίου Ιωαννίδη μετέπειτα μητροπολίτη Σωζοπόλεως και για ένα διάστημα Πριγκηπονήσων, δίπλα το γραφείο των διακόνων ‘σειράς’ που τότε ήταν δευτερεύων ένας από τους καλλίτερους γνώστες της ελληνικής γλώσσας, λόγιας, αλλά και δημοτικής, δόκιμος συγγραφέας ιστορικός και λογοτέχνης, ο Ευάγγελος Γαλάνης, μητροπολίτης σήμερα Πέργης και ο τριτεύων Καλλίνικος Αλεξανδρίδης σήμερα μητροπολίτης Λύστρων. Απέναντι στα γραφεία ήταν η οικονομική υπηρεσία, το ληξιαρχείο όπου υπηρετούσε ο Θεμιστοκλής Χατζιανδρέου που το απόγευμα εργαζόταν ως συντάκτης στην Απογευματινή και ο οποίος αντικατέστησε τον Παπαδόπουλο στη στήλη ‘στο φτερό’ και ο οποίος όταν απελάθηκε από τις τουρκικές αρχές το 1964 εξέδωσε στην Αθήνα την μηνιαία εφημερίδα ‘Ο Πολίτης’ που συνεχίζει το βίο της υπό την διεύθυνση της Πόπης Τσουκάτου, νύφης του συνεκδότη του Χατζηενδρέου.
Στον τρίτο όροφο του Ευγενιδείου ήταν ‘τα πατριαρχικά δώματα’, δηλαδή ο κυρίως ‘οίκος’ του πατριάρχη με το απέριττο υπνοδωμάτιό του και το γραφείο του με το διπλανό μικρό γραφείο, το παρεκκλήσιο του Αγίου Ανδρέου και μια αίθουσα υποδοχής. Ευτύχισα στη ζωή μου να πατριαρχεύει ένας από τους μεγαλύτερους πατριάρχες στην εκκλησιαστική Ιστορία, τουλάχιστον των τελευταίων αιώνων, ο Αθηναγόρας ο Α΄, (κατά κόσμο Αριστοκλής Σπύρου γεννημένος στο Βασιλικό Ιωαννίνων), ο από Αμερικής. Και ευτύχισα να τον γνωρίσω και να τύχω της προσοχής του. Εκείνος με επέλεξε αρχικά διαβάζοντας τα κείμενα μου στον τύπο– και ο πρώτος που του συνηγόρησε για μένα ήταν ο Ευάγγελος Γαλάνης (κάτι που ούτε ο ίδιος μέχρι σήμερα μου το έχει πει, δηλαδή έγινε ερήμην μου). Γι’ αυτό και του είμαι ευγνώμων. Η μοίρα το έφερε έτσι και με την υποτροφία που έλαβα ειδικά για τη νομική σχολή (ενώ προσανατολιζόμουνα για Οικονομικό Τμήμα της Ροβερτίου), και η ανήσυχη φύση μου με οδήγησαν να αναμιχτώ –ο πρώτος και ο μόνος Έλληνας φοιτητής- στο φοιτητικό κίνημα της Τουρκίας και μάλιστα να ανήκω στη φοιτητική ηγεσία που σε μυστική σύσκεψη αποφάσισε και οργάνωσε την αιματοβαμμένη εξέγερση της 28 Απριλίου 1960. Ακολούθησαν διώξεις και συλλήψεις και φυλακίσεις, αλλά σύντομα εκδηλώθηκε (με αφορμή τις φοιτητικές εκδηλώσεις) το ‘δημοκρατικό’ πραξικόπημα της 27 Μαΐου και κατέλυσε το φαύλο και αντιδημοκρατικό καθεστώς της κυβέρνησης του Μεντερές. Τότε ήταν που με το φωτοστέφανο του ήρωα βρέθηκα τοποθετημένος στην διοικούσα επιτροπή της πανίσχυρης νεολαίας του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (που ίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ τον οποίο είχε διαδεχτεί ο Ισμέτ Ινονού που σε ειδική τελετή υπέγραψε μαζί με άλλων την είσοδό μου στο κόμμα! Ήταν τότε που ενθουσίασα τον Αθηναγόρα που με ΄προβίβασε’ σε ‘πολιτικό του σύμβουλο’. Τι παρασκήνια, κρίσιμες καταστάσεις για το Πατριαρχείο, αλλά και για την σύγχρονη τουρκική -άγνωστες σε κάποια σημαντικά της σημεία- ιστορία έχω ζήσει, αλλά και ποιες ανατριχιαστικές στις λεπτομέρειές τους δολοπλοκίες αντιμετώπισα (δυστυχώς από τη δική μας την πλευρά και όχι την τουρκική!!!!), ίσως αποτελέσουν ένα ξέχωρο κεφάλαιο με την αποσφράγιση ενός χώρου μνήμης που έχω απωθήσει στη συνείδησή μου, άσχετο αν στην ίδια ευθεία συνέχισα σε παραλλαγές να τα ζω μέχρι σήμερα εννοείται στην Ελλάδα και εννοείται στο δημόσιό μου βίο.

Όπως έμαθα αργότερα ο Αθηναγόρας έλεγε σε συνεργάτες του (όπως στον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο) γελώντας για μένα ‘αυτό το παιδί δεν φοβάται τους Τούρκους!’ .
Η διείσδυσή μου στην τουρκική πολιτική, ειδικά η έμμεση και άμεση πληροφόρησή μου, αλλά και η ανάλυση που είχα κάνει των κοινωνικών και πολιτικών δεδομένων, με οδήγησαν να γράψω ύστερα από κάποιες συναντήσεις μου με τον πατριάρχη μια εκτενή έκθεση στην οποία προέβλεπα τις οδυνηρές εξελίξεις που μηδένισαν στο βάθος μιας δεκαπενταετίας τη Ρωμηοσύνη της Πόλης. Ίσως να έχω το δυσμενές προνόμιο να ήμουν ο πρώτος που είχα διείδη τα πράγματα έτσι όπως ήταν και μάλιστα σε περίοδο που είχε επέλθει η συμφωνία της Ζυρίχης και είχαν υπογραφεί οι συνθήκες που υποτίθεται έλυναν την ελληνοτουρκική διαφορά. Εκείνο που δεν γνώριζαν από την ελληνική πλευρά οι περισσότερο και λιγότερο υπεύθυνοι ήταν ότι το Κυπριακό ήταν μια αφορμή και αν όλα πήγαιναν καλά σ' αυτό το κεφάλαιο, πάλι οι αιτιάσεις της Τουρκίας κατά της Ελλάδος διαχρονικά θα ήταν οι ίδιες. Εξίσου βέβαιο είναι ότι το τέλος της Ρωμιοσύνης στην Κωνσταντινούπολη ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αναχαιτιστεί (και αν ακόμη και οι απελάσεις και διωγμοί του 1964 και 1974 δεν πραγματοποιούνταν με πρόφαση το Κυπριακό, το τέλος ίσως αργούσε καμιά δεκαετία, αλλά η κατάσταση σήμερα θα ήταν η ίδια ή παραπλήσια όπως αυτή είναι). Όταν λοιπόν ζήτησα από τον Αθηναγόρα να μου δώσει την άδεια να συνεχίσω τις σπουδές μου στην Αθήνα λέγοντάς του, «Παναγιώτατε, Σας δίνω το λόγο μου ότι θα επιστρέψω», χαμογέλασε πικρά και μου είπε «Ποιος ο λόγος να μου δίνεις το λόγο σου; Ποιος έφυγε και επέστρεψε;» Και έκλεισε με εκείνο το μνημειώδες «Μια μια πέφτουν οι κολώνες, θα πέσει και ο τρούλλος», εννοώντας τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία στην κυριολεξία της, το Ρωμαίηκο Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης.

Τον Αθηναγόρα, τον ‘παππού’ όπως τον αποκαλούσαμε όσοι είμαστε κοντά του τον είδα έκτοτε δυο φορές: την πρώτη τον Αύγουστο του 1964 όταν οι απελάσεις των Ελλήνων ήταν στην κορύφωσή τους –μαζί και του πατέρα, άρα και της οικογένειάς μου-, στα πατριαρχικά διαμερίσματα της Θεολογικής Σχολής στη Χάλκη. Τα διαμειφθέντα έχουν σχέση με τις εξελίξεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων την εποχή εκείνη και τα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα την εποχή εκείνη. Επειδή πολύ λόγος γίνεται τον τελευταίο καιρό για την ‘αποστασία’ του 1965 και άλλα συναφή που ακολούθησαν, δεν πρέπει να αποψιλώσει κανείς τις τότε πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα από τις εξελίξεις στο Κυπριακό και την κατάσταση στην Κύπρο. Συνεπώς οι σκέψεις του Αθηναγόρα που εξέφραζαν σε σημαντικό βαθμό τις απόψεις της Ουάσιγκτων ή επηρεαζόταν από αυτές, ήταν σημαντικές και μάλιστα προφητικές. Ότι δεν ήταν ενθουσιασμένος βέβαια με την πολιτική του Γεωργίου Παπανδρέου, δεν οφειλόταν σε αναλύσεις που μου έκανε στο Καστρί ο Γέρος της Δημοκρατίας από το 1962 για τον πατριάρχη ανατρέχοντας στις πολιτικές αντιμαχίες του μεσοπολέμου και μάλιστα για το γεγονός ότι είχε διατελέσει μητροπολίτης Κερκύρας. Ίσως κάποτε θα μπορέσω να κατανικήσω κάποιους δισταγμούς και δημοσιοποιήσω το περιεχόμενο των όσων είχαν τότε ειπωθεί από τα χείλη του Αθηναγόρα.

Τη δεύτερη το χειμώνα του 1970-1971 όταν ακολούθησα τον Πέτρο Μολυβιάτη –που υπηρετούσε τότε ως σύμβουλος της πρεσβείας μας στην Άγκυρα- ο οποίος είχε οριστεί πρόεδρος στη μεικτή ελληνοτουρκική επιτροπή για την επαναχάραξη των συνόρων στον Έβρο με βάση το πρωτόκολλο του 1926, που ακολούθησε τη Συνθήκη της Λωζάννης. Υπογράφηκαν τότε τρεις συμφωνίες που κύρωσε η Βουλή των Ελλήνων το 1975. Η τουρκική πλευρά κατά παρέκκλιση των διεθνώς κρατούντων κατά την οποία οι Διεθνείς Συνθήκες συντάσσονται και υπογράφονται σε μια διεθνή γλώσσα και στη συνέχεια κάθε συμβαλλόμενο μέρος το μεταφράζει στη δική του γλώσσα, ζήτησαν να συνταχθούν στην Ελληνική και Τουρκική ταυτοχρόνως με την ίδια ισχύ των δύο κειμένων. Αυτή ήταν άλλωστε και η δική μου αποστολή, δηλαδή η ακριβής διατύπωση των συμφωνηθέντων όπως και η μετάφραση κατά την διαπραγμάτευση. Είχα δεχτεί την πρόταση που μου είχε γίνει από υπηρεσιακούς παράγοντες του Υπουργείου των Εξωτερικών τότε, γιατί μου δινόταν η ευκαιρία να δω και πάλι την Πόλη και κυρίως να φιλήσω το χέρι του Πατριάρχη. Η συνάντηση που έγινε μια Κυριακή πρωί, με άδειο εντελώς όχι μόνο τα πατριαρχικά γραφεία, αλλά και τον Πάνσεπτο πατριαρχικό ναό, όπου μόνος λειτουργούσε ο ιερέας, έγινε κάτω από τραγικές συνθήκες που μένουν εγχάρακτες στη μνήμη μου. Γιατί ήταν άρρωστος πολύ ο Αθηναγόρας και όπως μου είχε πει ο Δημητρός, ο αρχικλητήρας, είχε διώξει και το γιατρό του. Χρέη ‘εφημερίου’ εκτελούσε ο Παύλος Μενεβίσογλου, υπογραμματέας τότε της Ιεράς Συνόδου και φίλος μου που ήταν ο δεύτερος άνθρωπος που υπήρχε στο πατριαρχικό κτήριο, εκτός από τον Πατριάρχη. Έστειλε ένα σημείωμα και αμέσως έγινα δεκτός. Είχε σηκωθεί από το κρεββάτι –που ας σημειωθεί το έστρωνε πάντα μόνος του- και είχε ρίξει στους ώμους το ράσο του. Όσα ειπώθηκαν από τον Αθηναγόρα, τότε και ο διάλογός μας που γινόταν μέσα από τα πυκνά αναφιλητά έχει προσωπικό χαρακτήρα, αλλά και είναι ιστορικά αξιολογίσημος. Εκεί, είδα μια πραγματικά Άγια φυσιογνωμία, στα πρόθυρα ενός μεγάλου ταξιδιού προς την όντως ζωή, δηλαδή τον ένοιωσα στην οριογραμμή της πρόσκαιρης ζωής με την αιώνια. Αλλά στο πρόσωπο και στα μάτια του έβλεπα το Γένος μας και την φριχτή αλήθεια για την κοιτίδα του, τη Μητρόπολή του, τη Μεγάλη Εκκλησία του, το Ρωμαίηκο, το συνώνυμο όλων αυτών, την Κωνσταντινούπολη. Με αποχαιρέτισε λέγοντάς μου, «τις τελευταίες στιγμές θα σ’ έχω ανάγκη, το τέλος έρχεται και η ελπίδα είστε εσείς οι νέοι, είστε εσύ και να το ξέρεις» και με φίλησε στο στόμα –την ύψιστη τιμή και αγάπη συνάμα που μπορεί να δώσει ένας κληρικός και ένας χριστιανός- μεταφέροντάς μου ένα κομμάτι από την αγία του ψυχή, συμπληρώνοντας στα αγγλικά “I miss you”. Έφυγα την επομένη από την Κωνσταντινούπολη. Ο Αθηναγόρας έφυγε σε λίγους μήνες.

Πέραν του Ευγενιδείου, υπήρχε –και υπάρχει- όμως και μια άλλη πτέρυγα στο Πατριαρχείο όπου περνούσα πολύ χρόνο και που βρίσκεται πίσω ακριβώς από τον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό. Είναι το κτήριο στο ισόγειο του οποίου στεγαζότανε το Πατριαρχικό Τυπογραφείο, το σκευοφυλάκειο, και στον πάνω η Πατριαρχική Βιβλιοθήκη. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πρώτη απόπειρα ίδρυσης τυπογραφείου στο Πατριαρχείο έγινε επί του φωτισμένου πατριάρχη Κυρίλλου του Λουκάρεως, και το οποίο κατέστρεψαν οι τούρκικές δυνάμεις που τον δολοφόνησαν. Νέο τυπογραφείο άργησε κάπως να αποκτήσει το Πατριαρχείο, αλλά και αυτό καταστράφηκε κατά τις αγριότητες και τους βανδαλισμούς που ακολούθησαν την Ελληνική Επανάσταση, κατά Απρίλιο του 1821 και ο προϊστάμενός Γεώργιος Αράπης δολοφονήθηκε από τους εκτελεστές του Γρηγορίου του Ε’. Μετά το 1922, το Πατριαρχικό τυπογραφείο έκλεισε και πατριαρχικά έντυπα τυπωνόταν σε τυπογραφεία ιδιωτών. Ο Αθηναγόρας ήταν εκείνος που ανασύστησε το τυπογραφείο στο οποίο τυπωνόταν η Ορθοδοξία, η επίσημη Θεολογική επιθεώρηση που εκδιδόταν μετά το 1926, στη θέση της περίφημης Εκκλησιαστικής Αλήθειας. Η τελευταία είχε αναγκαστεί να διακόψει την έκδοσή της λόγω της επελθούσας πολιτικής μεταβολής που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή και το τυπογραφείο έκλεισε βίαια. Εκτός από την Ορθοδοξία, με πρωτοβουλία του Αθηναγόρα εκδόθηκε η εβδομαδιαία εφημερίδα Απόστολος Ανδρέας με ενδιαφέρουσα ύλη και διαλεχτές συνεργασίες, ως επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του Πατριαρχείου. Στόχος του Πατριάρχη ήταν ο Απόστολος Ανδρέας να έχει ευρύτερη κυκλοφορία και να φθάνει στα χέρια όλων των ορθοδόξων στα πέρατα της Οικουμένης και βεβαίως στις ΗΠΑ και την Αμερική γενικώς. Μου είχε μάλιστα ζητήσει να καταστρώσω ένα σχετικό οργανωτικό σχέδιο δίδοντας μου και τις απαραίτητες οδηγίες.
Ο Αθηναγόρας ήταν ο πραγματικός αρχισυντάκτης και διευθυντής του Απόστολου Ανδρέα και όχι εκείνος που φαινόταν ως υπεύθυνος, σύμφωνα προς το νόμο –ήταν ο Βασιλιάδης, αν θυμάμαι καλά ο οποίος είχε ακολουθήσει τον Ιάκωβο Κουκούζη όταν εξελέγη το 1958 Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής από επίσκοπος Μελιτινής. Ένα πολύ σημαντικό μέρος της ιεραρχίας, τότε, υποστήριζε την υποψηφιότητα του Μελίτωνα Χατζή μητροπολίτη Ίμβρου και Τενέδου, άξιου ιεράρχη. Ωστόσο οι χειρισμοί του Αθηναγόρα δικαίωσαν εκείνον που είχε προκρίνει και όπως φάνηκε, η επιλογή του ήταν επιτυχής. Μια περίοδος δυσαρέσκειας του Μελίτωνα έκλεισα ύστερα από κάποια χρόνια με το να κερδίσει την εμπιστοσύνη του πατριάρχη που μετά το θάνατο του Χαλκηδώνος Θωμά, τον προβίβασε σε μια πρωτόθρονη μητρόπολη και τον όρισε άτυπα διάδοχό του.

Ήθελα περισσότερο από του να προσκυνήσω τον οικογενειακό μας τάφο με τους προγόνους μου στο Νεκροταφείο του Σισλή, να πεταχτώ μέχρι την Χάλκη για να επισκεφτώ το σπίτι που πέρασα παιδί τα καλοκαίρια, όπου ανδρώθηκα, αυτό το σπίτι μου μόνο του ήταν μια Ιστορία σύμφυτη, δίχως υπερβολή, με την Ιστορία της Ρωμιοσύνης… 
………….
Ήδη τη δεκαετία του '80 ο μέντορας των σημερινών κυβερνητών της Τουρκίας, ο ισλαμιστής Νετζμεντίν Έρμπακαν διεκήρυττε την ανάγκη να ‘αλωθεί η Εισταμπούλ! Ωστόσο από μια πλευρά είχε ήδη αλωθεί. Δεν αναφέρομαι στους Έλληνες που είχαν αποδημήσει και στα ελάχιστα ίχνη Ελλήνων που συναντά κανείς. Το 1922, κατά την ομολογία του λόρδου Κώρζον, στη διάσκεψη της Λωζάνης, σ’ ένα εκατομ. πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης οι Έλληνες αριθμούσαν πάνω από 360 χιλιάδες. Σήμερα στα 17 εκατομμύρια κατοίκων της Πόλης οι Ρωμηοί δεν ξεπερνούν τους 1700, από τους οποίους 1000 ελληνογενείς και 700 ασύριοι ορθόδοξοι!!! Όταν ο Ερμπακάν εννοούσε την Άλωση, περίπου καθόριζε τη σημερινή κατάσταση της Πόλης.
Αυτή την κατάσταση που πριν τριάντα πέντε χρόνια περιέγραφε ο εκλεκτός Τούρκος συγγραφέας Οκτάη Ακμπάλ:
«..με μιας, εγώ πούμαι γέννημα θρέμμα της Πόλης, σ’ αυτή την πόλη, την Πόλη, την Πόλη που αγαπώ αισθάνθηκα ξένος. Ήμουν ένας επαρχιώτης, είχα έλθει κατά λάθος σε μια άγνωστή μου μεγαλούπολη και είχα ξεμείνει στους δρόμους της…Όλοι μας γίναμε χωρικοί της Πόλης, οι παλιοί Πολίτες… Είχε έλθει η Ανατολία εδώ και η Πόλη έπεσε στην κυριαρχία της Ανατολίας… Φόβος κυριεύει τον άνθρωπο. Είναι ένα αίσθημα που σου δίνουν τα πλήθη. Τριγυρνάς τους δρόμους, τα πρόσωπα διαδέχονται το ένα το άλλο. Κανένας γνωστός δεν υπάρχει, κανένα δεν αναγνωρίζεις, δεν υπάρχει μια ματιά, ένα χαμόγελο, έτσι να σου θυμίζει κάτι. Όλα ξένα, όλοι ξένοι μεταξύ τους. Όπως να ναι, όλοι ανελέητα, δίχως όρια, όπως να ναι, είναι εχθρικοί….»

Πώς να μη συγκρίνει κανείς την παραπάνω εκ βαθέων εξομολόγηση ενός σύγχρονου Τούρκου συγγραφέα, διαποτισμένου με τα νάματα της δυτικής παιδείας και του πολιτισμού με τη θρηνωδία του ιστορικού της Άλωσης το 1453 Μιχαήλ Δούκα:
«Ω Πόλις, Πόλις, πόλεων πασών κεφαλή, ω Πόλις, Πόλις, κέντρον των τεσσάρων μερών του κόσμου μερών…..Μετωκίσθη η Ασία από ταπεινώσεως αυτής και από πλήθους δουλείας αυτής…Πάντες οι καταδιώκοντες αυτήν κατέλαβον αυτήν ανά μέσον των θλιβόντων. Οδοί πόλεως πενθούσιν παρά το μη ερχομένους εις εορτήν. Πάσαι αι πύλαι αυτής ηφαναισμεναι…»
Η σύγκριση των δύο κειμένων με απόσταση περισσότερης από μισή χιλιετία, από έναν αυτόπτη μάρτυρα της Άλωσης το 1453, και κατακτηθέντα και ένα απόγονο υποτίθεται του κατακτητή είναι συγκλονιστική, γιατί το σημαινόμενο παραμένει σε αμφότερες τις περιπτώσεις το ίδιο και αφορά μια θρηνωδία για τον χαμένο παράδεισο, για έναν εκβαρβαρισμό της Πόλης, για μια πρωτοφανέρωτη πολιτιστική καταστροφή!!!!


2 Oktay Akbal «Bir İstanbul köylüsü anlatıyor» ( Εξιστορεί ένας χωρικός της Πόλης) σε Cumhuriyet 23 Οκτωβρίου 1975.
3 Μιχαήλ Δούκας Βυζαντινοτουρκική Ιστορία, μτφρ. Στη Νεοελληνική Β.Καραλής, ε. Κανάκη, Αθήνα 1997, XLI , 385-389, σ.574-578

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ανοιχτό κάλεσμα για τη δημιουργία της Ομάδας Προφορικής Ιστορίας Επταπυργίου

Η κοινωνιολογία του φασισµού

Δικαιοσύνη (άρθρο γνώμης του κοινωνιολόγου Γιώργου Βέλτσου)