Δικαιοσύνη (άρθρο γνώμης του κοινωνιολόγου Γιώργου Βέλτσου)
ΤΟ ΒΗΜΑ
ΓΝΩΜΕΣ
23.01.2024
Αιχμές από τον Γιώργο Βέλτσο
Ώσπου ο Κασσελάκης να ανακοινώσει (μετά τις Ευρωεκλογές) το νεο-ρεπουμπλικανικό του κόμμα -για να ξεμπερδέψει μια και καλή με τα ρέστα του Σύριζα- θα συνεχίσω να αναρωτιέμαι τί κάνουν οι προοδευτικοί θεωρητικοί μας ταγοί-πολιτικοί επιστήμονες και κοινωνιολόγοι;
Τι σκέφτονται, τι διαβάζουν, τι γράφουν και πώς το διατυπώνουν για την οργανούμενη μετάλλαξη της Αριστεράς στις κοσμοπολίτικες Σπέτσες σήμερα, αύριο στο Μαϊάμι;
Η Νέα Αριστερά φερ’ειπείν θα «διαβάσει με τα γυαλιά της δικαιολογημένης της πίκρας» την κατάσταση, όπως έγραφε στην «Εφσυν» ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος ή θα μας απογοητεύσει όπως, όταν ήταν προ μηνών, «παλαιά» Αριστερά;
Αν και είναι προτιμότερο να απογοητευτούμε (ξανά), παρά να ζήσουμε με τις τύψεις μιας άρνησης να καταλάβουμε γιατί ο μικρός αυτός σχηματισμός είναι -θα μπορούσε να είναι- ό,τι ο καθένας μας επιθυμεί: «Δικαιοσύνη»!
Οπότε πώς να μην χαμογελώ διαβάζοντας τέτοιες μέρες τις ξύλινες αναλύσεις στα πανεπιστημιακά εγχειρίδια περί «ρεπουμπλικανικής ιδέας» για το «κοινό καλό», όταν υπάρχει μία και μόνο
λέξη: «Δικαιοσύνη»!
Πώς να μην απορώ με τον Χαρίτση που δεν έχει πάρει τίποτα από το χιούμορ του Τσακαλώτου;
Γελάω και θλίβομαι μαζί γιατί αυτοί οι κάποτε συνάδελφοι στο Πανεπιστήμιο (εντός και εκτός πολιτικής) δεν εννόησαν (επί τα αυτά) το πολύ απλό: ο αποχρών λόγος της γλώσσας δεν είναι οι έννοιες αλλά οι σημασίες -χωρίς ακαδημαϊκές ετεροαναφορές και χωρίς αυτοαναφορικές κόνξες. Χωρίς βεβαίως καλυμμένες λογοκλοπές στις παραπομπές.
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, ο τρόπος που βιώνει κανείς τη σχέση θεωρίας και πράξης ανατρέπει την άποψη (της Αριστεράς) ότι η πράξη διαμορφώνει τη θεωρία. Και τούτο, επειδή σήμερα η πρακτική είναι το μέσον για να περάσει κανείς από ένα θεωρητικό επίπεδο σε ένα άλλο.
Πρόκειται ασφαλώς για την πρακτική της γραφής: γράφει θεωρία τη στιγμή που προσυπογράφει την προσίδια «πράξη» της. Γράφει το συμβάν, που οφείλει πρώτα να το δει σε ό,τι γράφει ως εάν το κείμενο που γράφει να έχει ήδη γραφεί. Δηλαδή ως εάν η περι-γραφή του συμβάντος να προϋποθέτει πως το συμβάν θα μπορούσε να συμβεί υπό τον όρο της περιγραφής.
Και ως εάν η περιγραφή να παρέχει την δυνατότητα εμφάνισης του συμβάντος που περιγράφει κάποιος, όπως π.χ. τα μίντια.
Παράδειγμα το «συμβάν Κασσελάκης». Εδώ, δεν πρόκειται για τον ίδιο τον κύριο Κασσελάκη και τον τρόπο που διεκδικεί την ταυτότητά του ή την προσοχή μας, αλλά για τον τρόπο της εγγραφής του στα πρωτόκολλα των μίντια -που ξέρουν όσο και αυτός πώς να μεγεθύνουν τις συμβαντικές διαστάσεις στα περιθώρια του συμπαντικού τους μιντιακού γαλαξία.
«Κασσελάκης» συνεπώς, συν τα συνεχή συμβάντα που δημιουργεί έως τις Σπέτσες.
Παράδοξο, αλλά και με το συμβάν «ποίημα», συμβαίνει το ίδιο. Το ποίημα γίνεται συμβάν όταν δει τον εαυτό του στ’ άσπρο χαρτί, στον «σκληρό καθρέφτη που επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν». Στη λευκή κόλα που είναι γραμμένο, κατατεθειμένο, υπογεγραμμένο, δικαιωμένο για πάντα. Ο Σεφέρης το γνώριζε. Το «μότο» στους «Αργοναύτες» του -όπου μιλάει για «Δικαιοσύνη»- είναι τρεις κρίσιμες αράδες από τον πλατωνικό «Αλκιβιάδη» (132e), όπου η ψυχή πρέπει για να δει τον εαυτό της να κοιτάξει εκ νέου στον εαυτό της.
Ο Σεφέρης κάνει πολιτική και πολιτική θεωρία, γιατί ξέρει πώς να τοποθετήσει το ποίημα όχι απέναντι στις «παραγωγικές σχέσεις» αλλά μέσα στις παραγωγικές σχέσεις και εν προκειμένω στις σχέσεις της γραφής με την «παραγωγή» της πολιτικής από το υπουργείο Εξωτερικών και τους Νικολούδηδες που τον σκοτίζουν. Ο Σεφέρης ( το ποίημα) σου επιστρέφει πράγματι «εκείνο που ήσουν».
Ο ποιητής την γραμμική χρονικότητα της πολιτικής, αφήνει την γλώσσα να την δραματοποιήσει.
Το ποίημα «Δ’- Αργοναύτες» από το «Μυθιστόρημα», που το παραθέτω για να διαβάσω ξανά ό,τι δεν κατορθώνω να πω και να δω με τις θεωρίες μου- είναι μια τέτοια μέθοδος δραματοποίησης.
Αυτό, αλλά με άλλους όρους, δεν έκανε και ο Μαρξ διαβάζοντας τον Μπαλζάκ;
«Καὶ ψυχὴ
εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτὴν
εἰς ψυχὴν
αὐτῇ βλεπτέον:
τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.
Ήτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φωνάζαν ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά, είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.
Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια ανασαίνοντας με ρυθμό και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο. Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων που γαβγίζουν.
Εἰ μέλλει γνώσεσθαι αὑτήν έλεγαν εἰς ψυχὴν βλεπτέον, έλεγαν και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου μέσα στο ηλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια. Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης με τ’ αυλάκι του τιμονιού με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά, με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι. Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη».
πηγή
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου