ο φίλος του Χριστού
Ο Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος, γεννήθηκε σε ένα χωριό της Ν. Ρωσίας, γύρω στα 1690, από ενάρετους και πιστούς Ορθόδοξους γονείς.
Στα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου, έλαβε μέρος στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1710-11 και αιχμαλωτίστηκε - όπως και χιλιάδες άλλοι συμπολεμιστές του - από τους Τατάρους! Αυτοί με τη σειρά τους, τον πούλησαν σε ένα Οθωμανό Αξιωματικό Ίππαρχο, ο οποίος έμενε στο Προκόπι της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία.
Εκεί, παρότι πιέστηκε σκληρά να αρνηθεί την Πίστη μας, απαντούσε ακλόνητος «Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θέλω να θα πεθάνω», χωρίς να καμφθεί από τα φρικτά και απάνθρωπα βασανιστήρια, που του καίγανε ως και το κεφάλι με πύρινο τάσι, γινόμενος Ομολογητής γενναίος!
Τότε είναι που τον έριξε ο Τούρκος σε ένα υπόγειο στάβλο, όπου και έζησε με ταπείνωση και τέλεια υπομονή, μαζί με τα ζώα, ξυπόλητος, στο κρύο, στη σκλαβιά, σε μια τιτάνια πνευματική άσκηση, δοξάζοντας το Θεό.
Τις νύχτες πάλι, εκείνος ο σκλάβος, ο δούλος, έτρεχε με όλη τη βαριά κούραση της ημέρας και αγρυπνούσε προσευχόμενος στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, που ήταν λαξευμένο στα σπλάχνα του Καππαδοκικού βράχου, όπου και αργότερα θα Κοινωνούσε κρυφά, Σώμα και Αίμα Χριστού, κάθε Σάββατο.
Με τον καιρό, οι Τούρκοι δεν τον πείραζαν και μάλιστα εκείνοι στους οποίους ήταν δούλος, έπαψαν να του φέρονται άσχημα και προσβλητικά.
Μια μέρα και ενώ ο Τούρκος αφέντης βρισκόταν στη Μέκκα, η γυναίκα του, έκανε τραπέζι σε συγγενείς και φίλους στο παλιό Προκόπι για να επιστρέψει με το καλό ο άντρας της. Ο Ιωάννης υπηρετούσε τότε στο τραπέζι, όταν σερβιρίστηκε και ένα πιάτο από το αγαπημένο πιλάφι του αφέντη. Το είδε και η τουρκάλα και αναστέναξε λέγοντας: «Πόση ευχαρίστηση θα λάμβανε Γιουβάν (=Ιωάννης, Γιοβάν) ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το φαγητό»!
Ο Ιωάννης πήρε τότε ένα πιάτο με ζεστό πιλάφι και είπε πως θα το έστελνε στον αφέντη στη Μέκκα, κάνοντας όλη τη συντροφιά να γελάσει για τα καλά. Νόμιζαν πως θα το έδινε πάλι σε καμιά φτωχή οικογένεια του χωριού, όπως έκανε άλλωστε συχνά…
Εκείνος όμως το πήρε και πήγε εκεί στο στάβλο του. Γονάτισε και με την προσευχή του, ανέθεσε στον Κύριο των πάντων την εκπλήρωση του αιτήματος. Και Εκείνος που είχε πει στους μαθητές Του «πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε» έκανε το θαύμα Του! Έτσι, όταν μετά από ημέρες γύρισε ο Αγάς και τους έδειξε το πιάτο που είχε ξαφνικά βρει μπροστά του, εκεί στη Μέκκα, με αχνιστό το αγαπημένο του πιλάφι, τότε όλοι άφωνοι, κατάλαβαν ότι ο φτωχός και καλός Ιωάννης, ήταν Άγιος του αληθινού Θεού!!! Του Χριστού μας!
Από τότε όλοι, όχι μόνο στο Προκόπι, αλλά και στα γύρω χωριά, σέβονταν πια το Γιοβάν, το Ορθόδοξο παλικάρι από τη Ρωσία και έπαψαν παντελώς να τον ενοχλούν…
Μετά από χρόνια κακουχίας, ο άγιος αρρώστησε και προαισθανόμενος την κοίμησή του, ειδοποίησε να του φέρουν να Μεταλάβει. Ο Ιερέας τότε, λόγω του φανατισμού των Τούρκων, φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα άγια στο στάβλο και σκάβοντας ένα μήλο, έβαλε με ασφάλεια μέσα τη Θεία Κοινωνία και έτσι Κοινώνησε τον Ιωάννη… Μετά από λίγο, στις 27 Μαΐου 1730, ο Άγιος έκλεισε τα μάτια του και έγειρε το κεφάλι του, όπως τον βλέπει άλλωστε κανείς και τώρα, στο σημερινό Προκόπι, να κοιμάται γαλήνια, ολόσωμος και άφθορος, αναμένοντας την Ανάσταση και δίνοντας και πάλι σε όλα τα έθνη της γης, με το ολοζώντανο αυτό θαυμαστό λείψανο, Ομολογία Αληθείας, ομολογία Ορθοδοξίας!
Αυτό το θαύμα του άφθαρτου λειψάνου, φανερώθηκε στο παλιό Προκόπι στα 1733, όταν μετά από αποκάλυψη του ίδιου του Αγίου ουράνιο φως φώτισε τον τάφο του! Στην εκταφή τότε διαπιστώθηκε το ασύλληπτο θαύμα του άφθαρτου σώματος, που ευωδίαζε άρρητα!!!
Στα 1830, την εποχή που μαινόταν η σύγκρουση μεταξύ Σουλτάνου και Ιμπραχίμ της Αιγύπτου, το Προκόπι της Καππαδοκίας ένιωσε το φρικτό ξέσπασμα της τουρκικής μανίας, όταν οι στρατιώτες του Οσμάν Πασά του Σουλτάνου, δε δίστασαν - για να εκδικηθούν τους Χριστιανούς - να ρίξουν ακόμα και αυτό το άγιο λείψανο του Οσίου Ιωάννη στη φωτιά!
Τότε είναι, που έντρομοι οι ιερόσυλοι Τούρκοι, είδαν το σώμα του Αγίου να κινείται μέσα στις φλόγες ολοζώντανο, να τους φοβερίζει και να τους διώχνει!!!
Την άλλη μέρα και αφού οι ασεβείς είχαν φύγει μισοπεθαμένοι από το φόβο τους, οι χριστιανοί με πόνο και αγωνία, σήκωσαν βουβοί τα κάρβουνα και τις στάχτες για να αντικρίσουν και πάλι το θρίαμβο της αγιοσύνης, το ολόσωμο και άφθαρτο λείψανο του άγιου παλικαριού, εντελώς ακέραιο και απείραχτο από την πυρκαγιά! Ευλύγιστο και μυρωμένο και μονάχα μαυρισμένο από τις κάπνες και τις φλόγες των Αγαρηνών! Έτσι όπως το αντικρίζει κανείς και σήμερα στο νέο Προκόπι της Εύβοιας!
http://ahdoni.blogspot.com/2011/05/blog-post_524.html
Στα χρόνια του Μεγάλου Πέτρου, έλαβε μέρος στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1710-11 και αιχμαλωτίστηκε - όπως και χιλιάδες άλλοι συμπολεμιστές του - από τους Τατάρους! Αυτοί με τη σειρά τους, τον πούλησαν σε ένα Οθωμανό Αξιωματικό Ίππαρχο, ο οποίος έμενε στο Προκόπι της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία.
Εκεί, παρότι πιέστηκε σκληρά να αρνηθεί την Πίστη μας, απαντούσε ακλόνητος «Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θέλω να θα πεθάνω», χωρίς να καμφθεί από τα φρικτά και απάνθρωπα βασανιστήρια, που του καίγανε ως και το κεφάλι με πύρινο τάσι, γινόμενος Ομολογητής γενναίος!
Τότε είναι που τον έριξε ο Τούρκος σε ένα υπόγειο στάβλο, όπου και έζησε με ταπείνωση και τέλεια υπομονή, μαζί με τα ζώα, ξυπόλητος, στο κρύο, στη σκλαβιά, σε μια τιτάνια πνευματική άσκηση, δοξάζοντας το Θεό.
Τις νύχτες πάλι, εκείνος ο σκλάβος, ο δούλος, έτρεχε με όλη τη βαριά κούραση της ημέρας και αγρυπνούσε προσευχόμενος στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, που ήταν λαξευμένο στα σπλάχνα του Καππαδοκικού βράχου, όπου και αργότερα θα Κοινωνούσε κρυφά, Σώμα και Αίμα Χριστού, κάθε Σάββατο.
Με τον καιρό, οι Τούρκοι δεν τον πείραζαν και μάλιστα εκείνοι στους οποίους ήταν δούλος, έπαψαν να του φέρονται άσχημα και προσβλητικά.
Μια μέρα και ενώ ο Τούρκος αφέντης βρισκόταν στη Μέκκα, η γυναίκα του, έκανε τραπέζι σε συγγενείς και φίλους στο παλιό Προκόπι για να επιστρέψει με το καλό ο άντρας της. Ο Ιωάννης υπηρετούσε τότε στο τραπέζι, όταν σερβιρίστηκε και ένα πιάτο από το αγαπημένο πιλάφι του αφέντη. Το είδε και η τουρκάλα και αναστέναξε λέγοντας: «Πόση ευχαρίστηση θα λάμβανε Γιουβάν (=Ιωάννης, Γιοβάν) ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το φαγητό»!
Ο Ιωάννης πήρε τότε ένα πιάτο με ζεστό πιλάφι και είπε πως θα το έστελνε στον αφέντη στη Μέκκα, κάνοντας όλη τη συντροφιά να γελάσει για τα καλά. Νόμιζαν πως θα το έδινε πάλι σε καμιά φτωχή οικογένεια του χωριού, όπως έκανε άλλωστε συχνά…
Εκείνος όμως το πήρε και πήγε εκεί στο στάβλο του. Γονάτισε και με την προσευχή του, ανέθεσε στον Κύριο των πάντων την εκπλήρωση του αιτήματος. Και Εκείνος που είχε πει στους μαθητές Του «πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε» έκανε το θαύμα Του! Έτσι, όταν μετά από ημέρες γύρισε ο Αγάς και τους έδειξε το πιάτο που είχε ξαφνικά βρει μπροστά του, εκεί στη Μέκκα, με αχνιστό το αγαπημένο του πιλάφι, τότε όλοι άφωνοι, κατάλαβαν ότι ο φτωχός και καλός Ιωάννης, ήταν Άγιος του αληθινού Θεού!!! Του Χριστού μας!
Από τότε όλοι, όχι μόνο στο Προκόπι, αλλά και στα γύρω χωριά, σέβονταν πια το Γιοβάν, το Ορθόδοξο παλικάρι από τη Ρωσία και έπαψαν παντελώς να τον ενοχλούν…
Μετά από χρόνια κακουχίας, ο άγιος αρρώστησε και προαισθανόμενος την κοίμησή του, ειδοποίησε να του φέρουν να Μεταλάβει. Ο Ιερέας τότε, λόγω του φανατισμού των Τούρκων, φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα άγια στο στάβλο και σκάβοντας ένα μήλο, έβαλε με ασφάλεια μέσα τη Θεία Κοινωνία και έτσι Κοινώνησε τον Ιωάννη… Μετά από λίγο, στις 27 Μαΐου 1730, ο Άγιος έκλεισε τα μάτια του και έγειρε το κεφάλι του, όπως τον βλέπει άλλωστε κανείς και τώρα, στο σημερινό Προκόπι, να κοιμάται γαλήνια, ολόσωμος και άφθορος, αναμένοντας την Ανάσταση και δίνοντας και πάλι σε όλα τα έθνη της γης, με το ολοζώντανο αυτό θαυμαστό λείψανο, Ομολογία Αληθείας, ομολογία Ορθοδοξίας!
Αυτό το θαύμα του άφθαρτου λειψάνου, φανερώθηκε στο παλιό Προκόπι στα 1733, όταν μετά από αποκάλυψη του ίδιου του Αγίου ουράνιο φως φώτισε τον τάφο του! Στην εκταφή τότε διαπιστώθηκε το ασύλληπτο θαύμα του άφθαρτου σώματος, που ευωδίαζε άρρητα!!!
Στα 1830, την εποχή που μαινόταν η σύγκρουση μεταξύ Σουλτάνου και Ιμπραχίμ της Αιγύπτου, το Προκόπι της Καππαδοκίας ένιωσε το φρικτό ξέσπασμα της τουρκικής μανίας, όταν οι στρατιώτες του Οσμάν Πασά του Σουλτάνου, δε δίστασαν - για να εκδικηθούν τους Χριστιανούς - να ρίξουν ακόμα και αυτό το άγιο λείψανο του Οσίου Ιωάννη στη φωτιά!
Τότε είναι, που έντρομοι οι ιερόσυλοι Τούρκοι, είδαν το σώμα του Αγίου να κινείται μέσα στις φλόγες ολοζώντανο, να τους φοβερίζει και να τους διώχνει!!!
Την άλλη μέρα και αφού οι ασεβείς είχαν φύγει μισοπεθαμένοι από το φόβο τους, οι χριστιανοί με πόνο και αγωνία, σήκωσαν βουβοί τα κάρβουνα και τις στάχτες για να αντικρίσουν και πάλι το θρίαμβο της αγιοσύνης, το ολόσωμο και άφθαρτο λείψανο του άγιου παλικαριού, εντελώς ακέραιο και απείραχτο από την πυρκαγιά! Ευλύγιστο και μυρωμένο και μονάχα μαυρισμένο από τις κάπνες και τις φλόγες των Αγαρηνών! Έτσι όπως το αντικρίζει κανείς και σήμερα στο νέο Προκόπι της Εύβοιας!
http://ahdoni.blogspot.com/2011/05/blog-post_524.html
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου