Η κοινωνιολογία ως επιστήμη και η χρησιμότητά της

άρθρο του κ.Αντώνη Παπαρίζου, Καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας Παντείου Πανεπιστημίου (paparrizos@yahoo.gr) στο Ηλεκτρονικό Περιοδικό «ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΔΡΩΜΕΝΑ», τ. 2, 2014, σελ.86-101.

α) Κοινωνιολογία και κοινωνία ή πόσο καλά γνωρίζουμε την πραγματικότητα στην οποία ζούμε.


Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε όλοι οι κοινωνικοί επιστήμονες γενικά στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, οφείλονται πριν από όλα σε μία από τις άρχουσες αντιλήψεις, σύμφωνα με την οποία «επειδή κάτι το ζούμε, αυτό σημαίνει επίσης ότι και το γνωρίζουμε». Για τους σύγχρονους Έλληνες η εμπειρία και η εμπεριστατωμένη ή αποδεικτική γνώση ταυτίζονται. Με άλλα λόγια, «ό,τι ζούμε, θεωρούμε ότι αυτόματα και το γνωρίζουμε.»


Το αντίθετο, όμως, συμβαίνει. Οι κοινωνικοί επιστήμονες και οι κοινωνιολόγοι γνωρίζουμε πολύ καλά «ότι αυτό που ζούμε, επειδή ακριβώς το ζούμε και ταυτιζόμαστε μαζί του, είναι και αυτό που γνωρίζουμε λιγότερο από οτιδήποτε άλλο». Η εμπειρία, με άλλα λόγια, μας δείχνει ή μας επιτρέπει να γνωρίσουμε ένα μέρος και μόνον της πραγματικότητας. Η οποιαδήποτε, δηλαδή, καθημερινή γνώση αποτελεί ένα μέρος και μόνον της πραγματικής γνώσης που μπορούμε να έχουμε σχετικά: α) με τα αντικείμενά που μας περιβάλλουν, β) με αυτό που οι ίδιοι είμαστε και πράττουμε, γ) με την ροή της ζωής και τις δομές της κοινωνίας, δ) με την εργασία και την εξουσία, την ιδιοκτησία και τις αντιλήψεις ή ιδέες, όπως ακόμη και, τέλος, σχετικά με κάθε μορφή σχέσεων που μπορούμε να αναπτύξουμε.


Δεύτερον, έχουμε υποταχθεί στην κυρίαρχη εντύπωση, σύμφωνα με την οποία, όλες οι γνώσεις των κοινωνικών επιστημών και της Κοινωνιολογίας, δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από θεωρίες, σχετικά με τον άνθρωπο και τις κοινωνίες του. Η Κοινωνιολογία, με άλλα λόγια, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, αποτελεί κάποιες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, οι οποίες δεν μας είναι χρήσιμες ή ενδεχόμενα τις κατέχουμε ήδη στην πράξη μέσα από την καθημερινή μας ζωή και τις γνώσεις που αποκτούμε εμπειρικά. Το αντίθετο, όμως, συμβαίνει. Με τον ίδιο τρόπο που ενώ ζούμε καθημερινά με το σώμα μας, το γνωρίζουμε τόσο λίγο, ώστε όταν έχουμε κάποιον οποιονδήποτε πόνο ή απλή ενόχληση, να θεωρούμε απαραίτητο ότι πρέπει να συμβουλευτούμε ένα γιατρό, έναν τρίτο, οποίος μάλιστα είναι και εντελώς ξένος, με τον ίδιο τρόπο, πάρα πολύ συχνά, ανακαλύπτουμε, ότι οι αποφάσεις που λάβαμε για την ζωή μας και για τις οποίες θεωρούσαμε ότι πολύ καλά γνωρίζαμε τι κάναμε, δεν ήταν σε τελευταία ανάλυση παρά λανθασμένες εκτιμήσεις και αρκετές φορές εντελώς εκτός πραγματικότητας. Πρόκειται για την κλασική διαπίστωση που επαναλαμβάνει ο λαός, σύμφωνα με την οποία, «στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα».


Στα είκοσι χρόνια μου θεωρούσα τον εαυτό μου αρκετά σοφό, ενώ στα τριάντα μου κατάλαβα, ας μου επιτραπεί ο όρος, ότι ήμουν πραγματικά «ανόητος» σχετικά με αρκετές πολιτικές ιδέες, αντιλήψεις που είχα, αλλά και πράξεις τις οποίες ανέλαβα. Στα σαράντα μου χρόνια διαπίστωνα, ότι οι μισές αποφάσεις που έλαβα στην ζωή μου στηρίχθηκαν σε λάθος κριτήρια, παρ’ όλο που όταν τις ελάμβανα πίστευα ακράδαντα ότι γνώριζα πολύ καλά τι έπραττα. Και νομίζω πως αυτό συνέβη και συμβαίνει με όλους εμάς τους ανθρώπους.


Αν, επομένως, η εμπειρία είναι βέβαιο γεγονός με το οποίο ξέρουμε τι μας γίνεται στην καθημερινή μας ζωή, την οποία ελέγχουμε, τότε γιατί με το πρώτο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε τρέχουμε σε έναν φίλο, σε μία φίλη, σε έναν ειδικό να μας πει την γνώμη του σχετικά με τις αποφάσεις που πρέπει να λάβουμε. Ή, αν γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά την πραγματικότητα, όπως πιστεύουμε, τότε γιατί, όπως λέμε στην καθημερινή γλώσσα, «τα χάνουμε» τόσο συχνά και παθαίνουμε πανικό τόσο εύκολα.


Κατά τις τελευταίες κοινοβουλευτικές εκλογές, επί παραδείγματι, άκουσα πολύ συχνά τη γνώμη ότι «ο ελληνικός λαός βρίσκεται σε σύγχυση». Μα εάν με βάση τις εμπειρίες μας γνωρίζουμε τι συμβαίνει στην κοινωνία μας, γιατί να βρισκόμαστε σε σύγχυση; Εάν γνωρίζουμε ποιες είναι οι πραγματικές συνθήκες και τα προβλήματα στην καθημερινή μας ζωή, στην οικονομική ζωή, αλλά στην πολιτική ζωή της κοινωνίας μας, τότε, γιατί να βρισκόμαστε σε σύγχυση;


Άρα, είμαστε αναγκασμένοι να αποδεχθούμε ότι μέσω τις καθημερινής μας εμπειρίας πολύ λίγο γνωρίζουμε την πραγματικότητα στην οποία ζούμε. Ακόμη και εμείς, οι κοινωνικοί επιστήμονες και οι Κοινωνιολόγοι, παρ’ όλο που ασχολούμαστε επισταμένα με τα ζητήματα που ονομάζουμε ανθρώπινες σχέσεις, δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τα γνωρίζουμε πλήρως και ικανοποιητικά. Γνωρίζουμε, βέβαια, πολύ περισσότερα από όσα μπορούν να γνωρίζουν οι καθημερινοί ανειδίκευτοι άνθρωποι, σε καμία όμως περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε πλήρη γνώση, διότι η ιστορία και η πραγματικότητα μεταβάλλονται καταπληκτικά γρήγορα.


Το περίεργο είναι το εξής: ενώ, είμαστε υπερήφανοι για τον Σωκράτη και τον Αριστοτέλη, οι οποίοι ουσιαστικά ήταν κοινωνικοί επιστήμονες και θεωρούσαν τις πολιτικές τέχνες ως πραγματικές επιστήμες, την ίδια στιγμή αποδεχόμαστε ότι όλες οι γνώσεις που έχουν σχέση με την κοινωνία είναι θεωρητικές και ως τέτοιες μη άμεσα πρακτικές. Πριν από δύο χρόνια, επί παραδείγματι, έλεγα σε ένα φίλο και συμμαθητή μου ότι θα έπρεπε να προσέξει τους λογαριασμούς του (έχει ένα μεγάλο κατάστημα τροφίμων) διότι έρχεται οικονομική κρίση και ότι όπως όλα δείχνουν θα είναι πολύ σοβαρή και θα διαρκέσει. Δεν ρύθμισε τίποτε και όταν την επόμενη χρονιά τον ρώτησα γιατί δεν έλαβε υπόψη του την προειδοποίησή μου, η απάντηση που έλαβα ήταν ότι όλα αυτά είναι θεωρητικά και ότι η πράξη και η πρακτική είναι διαφορετικά. Η κατάστασή του παρ’ όλα αυτά ήταν τόσο σοβαρή, ώστε σκόπευε να κλείσει μία επιχείρηση η οποία του έφερνε τουλάχιστον 70 με 80 χιλιάδες ευρώ καθαρό κέρδος τον χρόνο. Κατά τα άλλα, όπως μου επανέλαβε, αυτά που λέμε εμείς οι Κοινωνιολόγοι και εν πολλοίς οι Οικονομολόγοι, είναι όλα «θεωρίες», «σκέψεις», δηλαδή, και διαπιστώσεις μη άμεσα εφαρμόσιμες.


Αυτό σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι σύμφωνα με την εντελώς λανθασμένη ιδεολογία που κυριαρχεί στην Ελλάδα σχετικά με τις κοινωνικές επιστήμες, οι δικαστές στα δικαστήρια θεωρητικολογούν, οι νομικοί και οι δικηγόροι και αυτοί θεωρητικολογούν, όπως μάλλον και οι οικονομολόγοι, οι ανθρωπολόγοι και όλοι οι άλλοι. Παρ’ όλα αυτά έρχεται κάποια στιγμή που όλοι οι καθημερινοί άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι βρίσκονται σε σύγχυση και, σε απλά Ελληνικά, «δεν ξέρουν τι τους γίνεται», τόσο στην οικογένεια και στην προσωπική τους ζωή, όσο και στο κόμμα τους, στην επιχείρησή τους, αλλά και στο Πανεπιστήμιό τους. Αρκεί, με άλλα λόγια, μια κάποια μικρή κρίση και μόνον, για να προκύψει η σύγχυση, να φανεί, δηλαδή, και να επιβεβαιωθεί στον καθένα και σε όλους μαζί, ότι μικρή και μόνον γνώση των πραγματικών συνθηκών, θεσμικών σχέσεων και αιτίων που κινητοποιούν τις πράξεις όλων γνωρίζουν πραγματικά οι καθημερινοί άνθρωποι.




β) Η Κοινωνιολογία ως επιστήμη ή πώς μπορούμε να γνωρίσουμε αντικειμενικά την κοινωνία.


Ας δούμε, συνεπώς, αυτό που επιτυγχάνει η Κοινωνιολογία. Ποια είναι τα κριτήρια με βάση τα οποία κατοχυρώνεται ως επιστήμη; Είναι επιστήμη, πρώτον, διότι διαπιστώνει τις μελετώμενες σχέσεις και γεγονότα με αυστηρότητα. Τι σημαίνει αυτό; Αν ρωτούσαμε το Ναπολέοντα και μας έγραφε την ζωή και τα έργα του, θα είχαμε μία παραμορφωμένη αντίληψη της ιστορίας του Ναπολέοντα, γιατί ο ίδιος (;) ο Ναπολέοντας, ό,τι και να έγραφε, τη δική του οπτική και βιωματική αντίληψη θα αποτύπωνε. Αν ρωτούσαμε συμπληρωματικά τους δύο ανθρώπους που είχε μαζί του σε όλη του τη ζωή και σε όλες του τις μάχες να πράξουν το ίδιο, γράφοντας την ζωή και το έργο του Ναπολέοντα, θα εξακολουθούσαμε να έχουμε μία μερική και παραμορφωμένη αντίληψη των γεγονότων αυτών, διότι και οι ίδιοι με βάση τη δική τους ζωή και τη δική τους εμπειρία θα κατέγραφαν τα γεγονότα. Η οποιαδήποτε συμπληρωματικότητα μερική θα ήταν και μόνον ως προς την ορθότητά της.


Για να αποτυπώσουμε με ακρίβεια τις αιτίες των αποφάσεων και των πράξεων του Ναπολέοντα, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε τις αποφάσεις αυτές και έπραξε, όπως και τις επιπτώσεις αυτών στην αλυσιδωτή διαδικασία της προσωπικής του ιστορίας, αλλά και της ιστορίας της κοινωνίας του και της Ευρώπης ολόκληρης της εποχής του, θα πρέπει, όχι μόνο να χρησιμοποιήσουμε αυτά που ενδεχόμενα θα μας έλεγε ο Ναπολέοντας και οι ακόλουθοί του, αλλά και αυτά που θα κατέγραφαν όλοι οι στρατηγοί, οι αντίπαλοί του, οι φίλοι του, τα αρχεία των κρατών, τα αρχεία των πολέμων και ό,τι άλλο θα μπορούσαμε να έχουμε. Μόνο μία καλή και επιτυχημένη ανασύνθεση όλων αυτών θα μπορούσε να μας επιτρέψει, πρώτον, να «εξηγήσουμε» και, δεύτερον, να «κατανοήσουμε» τις συνθήκες και τις αιτίες με βάση τις οποίες έδρασε ο Ναπολέοντας, εξηγώντας ταυτόχρονα και την ιστορία της πορείας του, όπως, ταυτόχρονα, και της κοινωνίας του. Το ίδιο ισχύει και για τον καθένα από εμάς.


Συνεπώς, εκτός της διαπίστωσης και της αποτύπωσης των γεγονότων, των αποφάσεων και των πράξεων, η Κοινωνιολογία, δεύτερον, θέτει σαφείς ερωτήσεις, για το καθένα από όλα αυτά ξέχωρα και για όλα μαζί, τρίτον, διατυπώνει υποθέσεις, και τέταρτον, μετά την ανάπτυξη επιχειρημάτων, «εξηγεί» και «κατανοεί» τις συνθήκες και τις αιτίες των γεγονότων, των πράξεων και των αποφάσεων, εξηγώντας και κατανοώντας ουσιαστικά τις οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις που διέπουν τη ροή και την πορεία όλων αυτών σε μία συνεχή σύνθετη διαδικασία: αυτό που προσωπικά ονομάζω, διαλεκτική κίνηση της ιστορίας.


Τα συμπεράσματα, αλλά κυρίως η σύνθεση γενικών προτάσεων εξήγησης και κατανόησης των γεγονότων και της πραγματικότητας στην πολυπλοκότητά της, της ιστορίας δηλαδή στο σύνολό της, προτάσεων που συνήθως από κάθε επιστήμη ονομάζονται θεωρητικές, είναι, πέμπτον, το καταληκτικό έργο της Κοινωνιολογίας, αλλά και τα κεντρικά κριτήρια της αναγνώρισής της ως επιστήμης. Η έγερση ερωτήσεων, η κατάθεση υποθέσεων και η επεξεργασία επιχειρημάτων με τελικό αποτέλεσμα την εξήγηση και την κατανόηση της πραγματικότητας, η σύνθεση, δηλαδή, και η υποστήριξη ισχυρών θέσεων, αποτελούν αναπόφευκτα εξίσου ισχυρά κριτήρια, τα οποία επιβεβαιώνουν την επιστημονική πράξη, αλλά κυρίως και την αδιαμφισβήτητη επιστημονική συγκρότηση και φύση της Κοινωνιολογίας.


Αυτό που μένει είναι να αποσαφηνίσω το αντικείμενό της. Η Κοινωνιολογία έχει ως αντικείμενό της τις κοινωνικές και ανθρώπινες σχέσεις. Τι σημαίνει κοινωνικές σχέσεις; Σχέσεις του ανθρώπου με τον εαυτό του, με τους άλλους και σχέσεις με τον σύμπαντα κόσμο. Η κάθε σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του είναι πάντοτε ταυτόχρονα μία πολυσύνθετη αντικειμενική σχέση με τους άλλους και με τον κόσμο όλο. Όπως, επί παραδείγματι, το να κοιμάται κανείς το βράδυ στο κρεβάτι του, δεν είναι μία μοναχική πράξη ή μία πράξη μόνον σε σχέση με τον εαυτό του, αλλά την ίδια στιγμή και μία σχέση με τους άλλους, δηλαδή, με την κοινωνία, και, ταυτόχρονα, με τον σύμπαντα κόσμο. Και τούτο, διότι, διαφορετικά κοιμάται κανείς σε μία κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων και πολιτών και διαφορετικά σε μία κοινωνία με δικτατορικό καθεστώς. Σε μία Δικτατορία κανένας δεν μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Ακόμη και τα όνειρά του ενδέχεται να είναι προβληματικά και φοβισμένα, αφού ποτέ δεν γνωρίζει εάν αυτός που θα του χτυπήσει την πόρτα το πρωί, θα είναι ο γαλατάς, ένας οπλισμένος στρατιώτης, ο αστυνόμος, ή ο γείτονας να του πει καλημέρα.


Οι πιο μοναχικές μας πράξεις, με άλλα λόγια, πραγματοποιούνται πάντοτε σε σχέση με τους άλλους. Δεν γνωρίζω καμία πράξη, όνειρο, ύπνο ή φαγητό, συζήτηση ή κάποια πράξη εντελώς ατομική, την οποία να μπορεί κάποιος να κάνει κλεισμένος στο δωμάτιό του, με τρόπο που να μην έχει σχέση με τους άλλους και να μην αναφέρεται σε ολόκληρη την κοινωνία. Ολόκληρη η κοινωνία είναι ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων και οι κοινωνικές σχέσεις είναι πάντοτε και ταυτόχρονα τριών ειδών: είναι οικονομικές, ως σχέσεις παραγωγής και κατανομής αγαθών, είναι πολιτικές, ως σχέσεις εξουσίας και είναι ιδεολογικές και νοηματικές.


Κοιμάται ένας άνθρωπος στο κρεβάτι του, συνεπώς, είναι μία πράξη και μία πολυσύνθετη οικονομική, πολιτική και ιδεολογικό-νοηματική σχέση με τον εαυτό του, με τους άλλους, την κοινωνία και με την Φύση. Η σχέση αυτή ανασυνθέτει τον τόπο και τον χρόνο εργασίας και ανάπαυσης, την ελευθερία που απολαμβάνει αλλά και τον κάθε πιθανό εξαναγκασμό τον οποίο είναι δυνατόν να υφίσταται, τη δικαιοσύνη και τις αδικίες που εμπλέκονται στην ζωή του, αλλά και τις ιδέες και τα νοήματα που συνδέονται όχι μόνο με την πράξη του αυτή, αλλά και συνολικά με τη ζωή του ολόκληρη. Πού κοιμάται ο άνθρωπος αυτός; Στον τόπο εργασίας του ή στο σπίτι του, στην εξοχή ή μήπως στην φυλακή; Και πώς κοιμάται τελικά; Ανέμελα ή φοβισμένα, ξεκούραστα και με αίσθημα αβεβαιότητας, έχοντας μια κάποια ελπίδα για το μέλλον ή μόνον κάποια ευτελή αίσθηση του παρόντος;


Ποιο μπορεί να είναι το νόημα μιας καθημερινής νυχτερινής διασκέδασης; Ποιο μπορεί να είναι το νόημα της κάθε μας πράξης; Ποιο το νόημα του να ενταχθεί κανείς σε ένα κόμμα, του να ψηφίσει ή, ακόμη, και του να διδάξει Κοινωνιολογία στους ναυτικούς; Και τι σημαίνει παραγωγή αγαθών; Υποτίθεται πως γνωρίζουμε τι είναι χρήμα. Είμαστε όμως βέβαιοι σχετικά με αυτό; Διότι προσωπικά είμαι βέβαιος για το αντίθετο. Γνωρίζουμε εν μέρει τη χρήση του χρήματος, γνωρίζουμε όμως τι πραγματικά είναι; Υποτίθεται, επίσης, πως γνωρίζουμε τι είναι κεφάλαιο και τι είναι επιχείρηση. Δεν είμαι όμως καθόλου βέβαιος για αυτό. Η καθημερινή έρευνα με επιβεβαιώνει για το αντίθετο.


Είχα έναν φοιτητή, επί παραδείγματι, στα μεταπτυχιακά πριν κάποια χρόνια, ο οποίος ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας. Στην πρώτη περίοδο της ζωής του, ήταν εξήντα πέντε χρονών όταν ήρθε να παρακολουθήσει το πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών, από επιτυχημένος επιχειρηματίας κατέληξε για κάποια χρόνια στη φυλακή, εξ αιτίας οικονομικών θεμάτων. Επανήλθε μετά τη φυλακή, ασχολήθηκε εκ νέου με επιχειρήσεις και επέτυχε. Όταν σε ένα από τα μαθήματα εξήγησα τι είναι επιχείρηση, όχι όπως θα την αντιλαμβανόμουν εγώ ο ίδιος προσωπικά ως Καθηγητής Κοινωνιολογίας, αλλά όπως γεννήθηκε στην ιστορία της Δύσης, αντέδρασε έντονα. Μετά από είκοσι μέρες ήρθε και μου είπε: «κ. Καθηγητά, όταν άκουσα να λέτε τι ήταν και τι είναι επιχείρηση μέσα στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού, το πώς, δηλαδή, διαμορφώθηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη και το πώς εξελίχθηκε, για δυο νύχτες δεν κοιμήθηκα από την οργή μου. Τα είχα μαζί σας, διότι θεωρούσα ότι όλα όσα είπατε ήταν εντελώς λανθασμένα. Μια εβδομάδα μετά, άρχισα να αντιλαμβάνομαι πως είχατε δίκαιο. Είμαι βέβαιος ότι δεν υπήρξα ποτέ πραγματικά επιχειρηματίας σε αυτόν τον τόπο, παρ’ όλο ότι ο ίδιος δημιούργησα επιχειρήσεις. Και είμαι βέβαιος πως τώρα αρχίζω να αντιλαμβάνομαι τι ήταν επιχείρηση στην Ευρώπη και τι είναι ακόμη και τώρα».


Αυτό, λοιπόν, που θα επιχειρήσω να καταστήσω σαφές με την εργασία μου αυτή, είναι, πρώτον, να παρουσιάσω και να χειριστώ μια σειρά όρων (και λέξεων) πολύ σημαντικών, τους οποίους χρησιμοποιούμε όλοι μας, θεωρώντας ότι γνωρίζουμε την πραγματικότητα την οποία περιγράφουν και αποδίδουν, με σκοπό να φανεί, πέρα από το ιδεολογικό, το αντικειμενικό τους περιεχόμενο, με τρόπο που μόνον η Κοινωνιολογία ως επιστήμη της πράξης μπορεί να δείξει.




γ) Τι είναι σχέσεις ιδιοκτησίας;


Ας μελετήσουμε, λοιπόν, κάποια βασικά ερωτήματα. Τι είναι, επί παραδείγματι, οικονομικές σχέσεις, διότι είμαι βέβαιος πως ο καθημερινός ανειδίκευτος κοινωνιολογικά άνθρωπος δεν το γνωρίζει, παρ’ όλον ότι πιστεύει το αντίθετο. Οικονομικές είναι οι σχέσεις ιδιοκτησίας και οι σχέσεις εργασίας. Όλοι οι άνθρωποι είναι λίγο πολύ ιδιοκτήτες. Ο καθένας έχει κάτι δικό του: ένα ζευγάρι γυαλιά, κάποια μολύβια, ένα χαρτοφύλακα, τα ενδύματα που χρησιμοποιεί, όπως ενδεχόμενα και κάποιο σπίτι ή διαμέρισμα σε πολυκατοικία. Μέσα δε από την τρέχουσα κυρίαρχη αντίληψη, ο καθένας θεωρεί ότι μπορεί να διαχειριστεί όλα αυτά τα αγαθά αποκλειστικά μόνος του και αποκλειστικά και μόνο με τις δικές του αποφάσεις.


Αυτό λέγεται σχέσεις ιδιοκτησίας. Προχθές, όμως, ένας φίλος είχε την εξής απορία: πως, συμβαίνει, λοιπόν, και εάν κάποιος ανακαλύψει στο κτήμα του στις ΗΠΑ πετρέλαιο να είναι δικό του, εάν όμως το ίδιο συμβεί στην Ελλάδα, το πετρέλαιο να ανήκει στο ελληνικό κράτος. Η απάντηση εδώ είναι, ότι σύμφωνα με το ελληνικό Δίκαιο, ο ορυκτός πλούτος της χώρας ανήκει απ’ ευθείας στο ελληνικό κράτος. Το κτήμα, με άλλα λόγια, δεν ανήκει στον ιδιοκτήτη του παρά μέσω της νομοθεσίας, η οποία και ορίζει τους τρόπους με τους οποίους είναι δικό του. Ποιος όμως έθεσε το νόμο; Όλοι οι Έλληνες μέσω του ελληνικού Κοινοβουλίου. Διότι, όπως όλα δείχνουν, ο «τελικός ιδιοκτήτης» του κάθε κτήματος στην Ελλάδα είναι ο ελληνικός λαός συνολικά.


Άρα, εάν οι καθημερινοί άνθρωποι νομίζουν ότι η ιδιοκτησία είναι μία απ’ ευθείας σχέση του κάθε ανθρώπου με τα αντικείμενα ή τα αγαθά που απέκτησε, αυτό είναι μεγάλο λάθος. Η οποιαδήποτε μορφή ιδιοκτησίας υπάρχει διότι τη θεσμοθετεί η κοινωνία ως σύνολο με τις νομοθετικές και άλλες εξουσίες που διαθέτει. Γεγονός που σημαίνει ότι, η οποιαδήποτε σχέση ιδιοκτησίας διαμεσολαβείται από την παρουσία και τις εξουσίες της κοινωνίας, στην οποία έχει αναγνωρισθεί και έχει θεσμισθεί.


Οι άνθρωποι συνήθως δέχονται ότι η ιδιοκτησία είναι μία σχέση του καθενός ξέχωρα με τα αντικείμενα. Αλλά, η σχέση ιδιοκτησίας είναι μία σχέση με τους άλλους ανθρώπους και με την κοινωνία ως σύνολο, διότι η κοινωνία είναι αυτή που καθορίζει τι είναι δυνατόν να ανήκει ατομικά στον καθένα και τι σε ομάδες και σύνολα. Και όχι μόνον αυτό, αλλά η κοινωνία είναι αυτή που θα πρέπει επίσης να προστατεύει τις μορφές αυτές ιδιοκτησίας με τους θεσμούς της: τον στρατό, την αστυνομία και τα δικαστήρια. Διαφορετικά, καμία από τις σχέσεις αυτές δεν είναι ισχυρή, σταθερή και ασφαλής.


Ας λάβουμε υπ’ όψη μας την εξής περίπτωση. Κάποιος αγόρασε δύο ίδιου εμβαδού οικόπεδα, ένα για το γιο του και ένα για την κόρη του, στον ίδιο δρόμο, το ένα απέναντι από το άλλο, στην ίδια τιμή. Και τα δύο οικόπεδα έχουν τον ίδιο συντελεστή δόμησης. Πέντε χρόνια αργότερα με πρόταση του Δημάρχου και απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου σχετικά με την μελλοντική δόμηση και ανάπτυξη της πόλης, το ένα οικόπεδο αποκτά κατά μία μονάδα μεγαλύτερο συντελεστή δόμησης. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι στο ένα οικόπεδο μπορούν να κτισθούν δύο επιπλέον όροφοι με δύο διαμερίσματα στον καθένα. Τα τέσσερα διαμερίσματα επιπλέον, με τα οποία το ένα από τα δύο τέκνα του αγοραστή γίνεται πλουσιότερο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι δώρο του δήμου και της δημοτικής κοινωνίας στον ιδιοκτήτη. Η διαμεσολάβηση της μικρής τοπικής κοινωνίας και των συμφερόντων της κατέστησε έναν δημότη πολύ πλουσιότερο από ότι θα ήταν δίχως την απόφαση αυτή. Θα μπορούσε όμως και να συμβεί και το ακριβώς αντίθετο όπως συμβαίνει πολλές φορές.


Άρα, οι σχέσεις ιδιοκτησίας είναι σχέσεις, οι οποίες διαμεσολαβούνται από την κοινωνία στο σύνολό της μέσω των νόμων. Διαφορετικά, δεν υπάρχει ιδιοκτησία. Αύριο, θέλω να πω στο άμεσο μέλλον, μετά από έναν αιώνα δηλαδή, ενδέχεται να υιοθετηθεί ένα σύστημα σχέσεων ιδιοκτησίας, το οποίο θα αποκλείει την ατομική ιδιοκτησία στη γη. ΄Η το οποίο θα νομοθετεί δύο εντελώς νέους τρόπους οικογενειακής και εξ αδιαιρέτου ιδιοκτησίας. Άρα, η ιδιοκτησία δεν είναι μία σχέση των ανθρώπων απ’ ευθείας με τα αντικείμενα, αλλά μία σχέση πρωταρχικά των ανθρώπων με τους ανθρώπους, μέσω της οποίας τίθενται οι συνήθειες, οι κανόνες και οι νόμοι, με βάση τους οποίους καθορίζονται οι σχέσεις ιδιοκτησίας όλων με τα αντικείμενα και τα αγαθά. Η συμμετοχή των ανθρώπων σε μία κοινωνία είναι η πρωταρχική συνθήκη και αιτία, μέσα και μέσω των οποίων μπορούν να αναπτύξουν σχέσεις ιδιοκτησίας και σχέσεις εργασίας, όπως και οποιαδήποτε άλλη σχέση εξουσίας ή ιδεολογίας και νοήματος.




δ) Τι είναι σχέσεις εργασίας;


Τι είναι, λοιπόν, εργασία; Υποτίθεται πως όλοι μας γνωρίζουμε την απάντηση. Κατά την κυρίαρχη ιδεολογία γίνεται αποδεκτό, ότι οι άνθρωποι εργάζονται από καταβολής κόσμου. Δεν υπάρχει πιο λανθασμένη αντίληψη. Στον Όμηρο, οι άνθρωποι πονούν τη γη. Για αυτό και όσοι δεν την πονούν λέγονται φυγόπονοι. Όσοι, δηλαδή, με τον ένα ή άλλο τρόπο καλλιεργούν τη γη, η δράση τους αυτή δεν λέγεται εργασία, αλλά πόνος. Το να εργάζομαι σε κτήματα δικά μου ή το να εργάζομαι σε ένα χώρο δικό μου και να παράγω προϊόντα τα οποία είναι δικά μου και τα οποία ανταλλάσσω με τους γείτονες ή με τους παραπάνω γείτονες, αυτό δεν σημαίνει ότι η δραστηριότητα αυτή είναι εργασία. Η εργασία, παρ’ όλον ότι ενδέχεται να υπήρξε ως εντελώς περιθωριακή πράξη σε πολλούς πολιτισμούς καλλιέργειας της γης, αναδείχθηκε σε μία από τι κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής, κατ’ αρχάς, μόνο στην Ευρώπη, παρ’ όλο ότι στην αρχαία Ελλάδα έχουμε εργασία και εργαστήρια.


Στην αρχαία Ελλάδα εργασία είναι αυτό που πραγματοποιεί κάποιος στο εργαστήριο. Το ουσιαστικό «εργασία» προήλθε από το ουσιαστικό «εργαστήριο» και όχι το αντίστροφο. Το εργαστήριο αποτελεί έναν εντελώς διαφορετικό χώρο δράσης από τη γη και τις αγροτικές καλλιέργειες που ήταν ο κανόνας. Στην αρχαία Ελλάδα, μόνον όταν κάποιος παράγει στο εργαστήριο εργάζεται. Διαφορετικά, καλλιεργεί, πονάει την γη, ή απλώς πράττει.


Τα τελευταία χρόνια, στη σύγχρονη Ελληνική κοινωνία σχεδόν έχουμε καταργήσει την εργασία. Μιλούσαμε μόνο για απασχόληση και το πρώην Υπουργείο Εργασίας μετονομάστηκε σε Υπουργείο Απασχόλησης. Σχόλη στην ελληνική γλώσσα σημαίνει σχολάζω, χαζεύω δηλαδή. Απασχόληση σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της σχόλης αναπτύσσω κάποια δράση που ενδέχεται να έχει και κάποιο παραγωγικό αποτέλεσμα: ασχολούμαι με κάτι, περνάω τον καιρό μου. Υπουργείο Απασχόλησης σήμαινε ότι οι Έλληνες έπαψαν πλέον να εργάζονται και άρχισαν απλώς να απασχολούνται, να κάνουν, δηλαδή, κάτι.


Η λέξη εργασία σηματοδοτεί μέθοδο και πειθαρχία, αυστηρότητα και πολλές καλές γνώσεις, συστηματικότητα και αποτελεσματικότητα, συνεχή εξέλιξη των ικανοτήτων. Πρόκειται για την ιδεολογία της εργασίας και το νόημα. Ενώ η λέξη «απασχόληση» σημαίνει το ακριβώς αντίθετο: χαλαρότητα, απουσία αυστηρότητας και γνώσεων, απουσία μεθόδων και πειθαρχίας, αδιαφορία για την αποτελεσματικότητα, αλλά και για την εξέλιξη των ικανοτήτων. Όταν κάποιος ψάχνει για απασχόληση, αυτό σημαίνει ότι μάλλον ψάχνει κάτι με το οποίο μπορεί να περνάει την ώρα του, όπως παλαιότερα, μετά την εργασία του, για να ξεκουράζεται. Καταργήθηκε όντως η εργασία στην Ελλάδα; Ο καθένας μπορεί να απαντήσει. Νομίζω, όμως, μετά τις τελευταίες εκλογές επανήλθε η ονομασία Υπουργείο Εργασίας στην σχετική υπηρεσία του κρατικού μηχανισμού.


Πέρα από την ιδεολογία και τα νοήματα της εργασίας, τα οποία επιχείρησα να αναφέρω και να αποτυπώσω αμέσως πιο πάνω, ποια είναι η ουσία της εργασίας; Ή αν θέλετε με επιστημονικούς όρους, «τι είδους σχέση είναι η εργασία;» Οφείλω να επισημάνω, ότι, δυστυχώς ή ευτυχώς, μας αρέσει ή δεν μας αρέσει, το ερώτημα τι είδους σχέση είναι η εργασία το απάντησε επιτυχώς, και καθόρισε την σχέση βέβαια επιστημονικά, ο ίδιος στοχαστής ο οποίος έθεσε και απάντησε στο ερώτημα «τι είναι κεφάλαιο», ο Κάρολος Μαρξ. Και ενώ το ιστορικό γεγονός της εμφάνισης του κεφαλαίου στην Ευρώπη το μελέτησε και έδωσε απαντήσεις στην εργασία του «Κεφάλαιο», την απάντηση στο ερώτημα «τι είναι εργασία» την έδωσε στην μελέτη του που προηγήθηκε του «Κεφαλαίου» και αναφέρεται στους «Προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής».


Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, όταν κάποιος θέλει να ιδρύσει μία επιχείρηση αναζητά κεφάλαιο, ενώ κεφάλαιο είναι σύνθεση σχέσεων και πράξεων που απορρέουν μέσα και μέσω της ίδρυσης μιας επιχείρησης, μετά, δηλαδή, ή σχεδόν αμέσως, με την λειτουργία της. Στις αντιλήψεις μας, με άλλα λόγια, αντιστρέψαμε την ιστορική πραγματικότητα. Στην ιστορία, βέβαια, κλασικό είναι το γεγονός της αντιστροφής των αιτίων με τα αποτελέσματα. Πολύ συχνά εκλαμβάνουμε τα αποτελέσματα ως αιτίες. Πολύ συχνότερα οι καθημερινοί άνθρωποι και λιγότερο συχνά οι επιστήμονες. Τις επιστημονικές θέσεις του Μαρξ βέβαια τις παραποίησαν πρώτα από όλους αυτοί που τον μελέτησαν και τον αγάπησαν σε κάθε ιστορική περίοδο. Όπως και με τον κάθε κλασικό συγγραφέα και επιστήμονα, άλλωστε, αρχίζοντας από τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς, τον Αριστοτέλη, επί παραδείγματι.


Με καθημερινές, κατ’ αρχάς, λέξεις, θα έλεγα ότι εργασία έχουμε στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες αυτός που δραστηριοποιείται σε ένα οποιοδήποτε πεδίο δημιουργίας, στη Φύση ή σε εργαστήριο, έχει σκοπό να διαθέσει τα παραγόμενα αγαθά στην αγορά και να εισπράξει ή να αφαιρέσει, έναντι του συνόλου των όσων ξόδεψε ή επένδυσε, ένα επιπλέον εισόδημα (κέρδος). Αυτά, βέβαια, που ξόδεψε ή επένδυσε, είναι δυνάμεις και γνώσεις, πρώτες ύλες και εργαλεία, αρχίζοντας βέβαια από την ανάπτυξη και τη χρήση της γλώσσας.


Η ανταλλαγή αγαθών δεν αποβλέπει κατ’ αρχάς στην είσπραξη ή την απόκτηση πλεονάσματος-κέρδους, ή, ορθότερα, επί πλέον αξίας, δίχως όμως να αποκλείεται κάτι τέτοιο. Το πλεόνασμα-κέρδος είναι δυνατόν να αφαιρεθεί κατά την παραγωγή, όταν η εργασία κάποιων που εργάζονται με τον ιδιοκτήτη ή για αυτόν αποζημιώνεται με μικρότερη αμοιβή από την αξία όλων όσων κατέβαλαν ή επένδυσαν. Είναι όμως δυνατόν, επίσης, να αφαιρεθεί και στην αγορά, όταν τα παραχθέντα αγαθά διατίθενται, για πολλές και διαφορετικές αιτίες, ακριβότερα από την πραγματική τους αξία, από όλα όσα, δηλαδή, έχουν επενδυθεί ώστε να παραχθούν. Ενδέχεται μάλιστα, κατά τις περιπτώσεις αυτές, οι εργάτες ή οι κάθε είδους εργαζόμενοι για την παραγωγή των αγαθών αυτών να αμείβονται ή να αποζημιώνονται περισσότερο από τη συνολική αξία των όσων επένδυσαν, όπως ενδέχεται να συμβαίνει με τον ιδιοκτήτη και τον εργοδότη.


Εάν επεδίωκα έναν αυστηρό επιστημονικό ορισμό της εργασίας θα έλεγα τα εξής. Εργασία, είναι μία πολυσύνθετη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, τους άλλους – κοινωνία και με τη Φύση, μέσα και μέσω της οποίας κινητοποιούνται και αναλώνονται στα ποικίλα πεδία της Φύσης και των εργαστηρίων στα οποία κινητοποιείται δημιουργικά, δυνάμεις, γνώσεις, εργαλεία και πρώτες ύλες, με σκοπό την δημιουργία-παραγωγή κάθε είδους αγαθών και υπηρεσιών, σχεδιασμένων όμως εξ αρχής να διατεθούν σε αγορά, με σκοπό την είσπραξη ή αφαίρεση μιας επιπλέον αξίας-κέρδους ή συσσωρευμένης εργασίας, έναντι όλων όσων επενδύθηκαν κατά την παραγωγή - δημιουργία τους.


Η εργασία προϋποθέτει σχέσεις ιδιοκτησίας κατοχής πεδίων της Φύσης ή και ανοιχτών ή κλειστών τόπων εργασίας (εργαστηρίων), εργαλείων και πρώτων υλών, όπως και ειδικών πεδίων συνάντησης ανθρώπων, τις «αγορές», στις οποίες αναπτύσσονται ποικίλες μορφές πώλησης και αγοράς, με σκοπό την είσπραξη-αφαίρεση και απόκτηση επί πλέον αξίας ή, ορθότερα, επί πλέον συσσωρευμένης εργασίας, με τη μορφή νομίσματος ή χρήματος. Η εργασία προϋποθέτει, επίσης αναπόφευκτα, και ένα σύστημα σχέσεων εξουσίας, το οποίο, αναπτυσσόμενο ως στέγη εξουσίας, εξασφαλίζει την ύπαρξη και τη λειτουργία της αγοράς, όπως επίσης και την ακίνδυνη προσέλευση και αποχώρηση από αυτήν.


Οφείλω, όμως, επίσης να υπενθυμίσω, ότι η εργασία ως πράξη δημιουργίας-παραγωγής αγαθών με σκοπό την πώληση στην αγορά, υπάρχει σχεδόν σε όλους τους τρόπους παραγωγής-κατανομής αγαθών και τους Πολιτισμούς που γνωρίζουμε στο περιβάλλον της Μεσογείου, έστω και ως «εξωτερικό εμπόριο»: στον ασιατικό τρόπο παραγωγής (στην Αρχαία Μεσοποταμία και στην Αίγυπτο), στον αρχαίο ελληνικό τρόπο και στον δουλοκτητικό-ρωμαϊκό τρόπο παραγωγής, ακόμη και στον Φεουδαλικό. Μόνο που στους Προκαπιταλιστικούς αυτούς τρόπους παραγωγής, η εργασία ως τρόπος δημιουργίας αγαθών με σκοπό την αγορά αποτελεί μέρος και μόνον της παραγωγικής πράξης των ανθρώπων, των ομάδων και των κοινωνικών τάξεων.


Στο Δυτικό κόσμο αντίθετα, αρχίζοντας από την Ευρώπη, η εργασία, συντιθέμενη μέσα και μέσω ενός μοναδικού ειδικού συνδυασμού με τις σχέσεις ιδιοκτησίας και κυρίως με την ιδιοκτησία των εργαλείων και των γνώσεων, επέτρεψε να αναδυθούν και να κυριαρχήσουν, μέσω της ταυτόχρονης υπέρ-ανάπτυξης και κυριαρχίας της αγοράς, οι καπιταλιστικοί τρόποι παραγωγής και κατανομής αγαθών και υπηρεσιών σε όλη την ποικιλομορφία τους. Και δεν θα ήθελα να συνεχίσω πάνω στο ζήτημα αυτό, διότι απαιτούνται πολλές αναλύσεις και πολύς χρόνος. Η ταυτόχρονη με την εργασία εμφάνιση στην ιστορία, ανάπτυξη και ισχυροποίηση του ελεύθερου επιχειρηματία, του ελεύθερου αστού και της αστικής τάξης αποτέλεσε την άλλη πλευρά της ιστορικής διαδικασίας ανάπτυξης των καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής στην Ευρώπη και την Αμερική.


Θα μπορούσε κάποιος, ο οποιοσδήποτε, μετά από τις εξηγήσεις αυτές, να παραδεχθεί και να υποστηρίξει, με βάση τις εμπειρικές και καθημερινές του και μόνον γνώσεις, ότι γνωρίζει πραγματικά τι είναι εργασία και τους τρόπους με τους οποίους συμμετέχει στην σύνθεση και στη συνεχή ανασύνθεση και μετασχηματισμό των καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής και κατανομής αγαθών και υπηρεσιών; Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι γνωρίζει πραγματικά τι είναι εργασία, δίχως την συνδρομή της Κοινωνιολογίας, της Οικονομίας και των άλλων κοινωνικών επιστημών, όπως, επί παραδείγματι, της νομικής επιστήμης;


Είναι ή όχι η καθημερινή πρακτική γνώση μια πολύ περιορισμένη γνώση της πραγματικότητας, η οποία αποκρύπτει μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος των γνώσεων που απαιτούνται ώστε να είναι δυνατόν να εξηγηθεί και να κατανοηθεί η τρέχουσα πραγματικότητα; Είναι ή όχι η Κοινωνιολογία και οι άλλες κοινωνικές επιστήμες τα μόνα μέσα με τα οποία μπορούμε να αποκτήσουμε μία κάποια σαφέστερη και ικανοποιητικότερη γνώση της πολυσύνθετης τελικά πραγματικότητας;


Θέλω να πιστεύω, ότι ένα τρίτο παράδειγμα θα μπορούσε να αποσαφηνίσει και να καταδείξει ακόμη περισσότερο τη δύναμη και την αποτελεσματικότητα της Κοινωνιολογίας και των κοινωνικών επιστημών. Το ερώτημα, μάλιστα, θα μπορούσε να εκληφθεί ως εξίσου προκλητικό με τα άλλα, διότι όλοι θεωρούν ότι κατέχουν μία σαφή και αυτονόητη απάντηση σχετικά με αυτό.




ε) Τι είναι σχέσεις εξουσίας;

(Κυριαρχία, κράτος και κρατικός μηχανισμός)


Τι είναι, λοιπόν, εξουσία; Όλοι μας γνωρίζουμε και είναι βέβαιο ότι όλοι μας έχουμε μία κάποια σαφή, λίγο πολύ, «πρακτική» γνώση σχετικά με το τι είναι εξουσία. Όλοι μας ασκούμε εξουσία στην καθημερινή μας ζωή. Αυτό όμως σημαίνει ότι γνωρίζουμε τι είναι εξουσία; Και πριν επιχειρήσω να απαντήσω στο ερώτημα, ας θέσουμε και κάποια άλλα ερωτήματα, τα οποία είναι εξίσου σημαντικά και των οποίων, δυστυχώς, «έχουμε την εντύπωση» ότι γνωρίζουμε το πραγματικό τους περιεχόμενο.


Τι είναι εθνική κυριαρχία, επί παραδείγματι; Γνωρίζουμε; Τι είναι κράτος και τι κρατικός μηχανισμός; Υπάρχει διαφορά ή διαφορές ανάμεσα στο κράτος και στον κρατικό μηχανισμό; Και βέβαια υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους δύο αυτούς θεσμούς και πολύ μεγάλες μάλιστα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι υφίσταται ελληνικό κράτος, ισχυρό μάλιστα, και ότι διαμέσου αυτού είναι οργανωμένη η σύγχρονη ελληνική κοινωνία σε αυτό που ονομάζουμε σύγχρονη Ελλάδα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία όμως, ότι ο κρατικός μηχανισμός της σύγχρονης Ελλάδας είναι ένας τεράστιος πολυσύνθετος θεσμός, στατικός, αδύναμος και με μηδενική σχεδόν αποτελεσματικότητα. Παρ’ όλα αυτά, η μεταρρύθμιση του κρατικού αυτού μηχανισμού είναι δύσκολη και δεν θα επιτευχθεί εύκολα.


Γνωρίζουμε, μήπως, από την άλλη πλευρά, τι είναι πολιτεία και τι δημόσιο ή μήπως πρόκειται για λέξεις και όρους τους οποίους χρησιμοποιούμε θεωρώντας ότι έχουν ανάλογο περιεχόμενο και νόημα με εκείνο των λέξεων «ελληνικό κράτος» ή και «κρατικός μηχανισμός»; Η πολιτεία όμως δεν είναι το κράτος και δεν μπορεί να ταυτίζεται με αυτό. Πολιτεία είναι το πολίτευμα ή τα διαδοχικά πολιτεύματα μιας κοινωνίας και η ιστορία τους, κατά την διάρκεια τουλάχιστον δύο ή και περισσότερων γενεών. Η καταγωγή της λέξης και το ιστορικό της περιεχόμενο γνώρισαν όλο τους το μέγεθος στο έργο των μεγάλων κλασικών της αρχαίας Ελλάδας στο έργο του Αριστοτέλη Αθηναίων Πολιτεία. Η εξήγηση και το νόημα του όρου δομήθηκε για πρώτη φορά μέσα και μέσω της ιστορίας των αρχαίων ελληνίδων πόλεων. Η πολιτεία, συνεπώς, δεν είναι το κράτος και πολύ περισσότερο δεν είναι το Δημόσιο. Δεν θα επιχειρήσω καμία απάντηση στην ερώτηση «τι είναι Δημόσιο;», διότι η σύγχυση που υπάρχει σχετικά με τη λέξη αυτή στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία είναι τόσο μεγάλη, ώστε η οποιαδήποτε σύντομη, έστω και σαφής, διευκρίνιση θα ήταν πολύ λίγο ικανοποιητική.


Εθνική κυριαρχία, από την άλλη πλευρά, δεν είναι μόνο η πάγια και αδιαμφισβήτητη ικανότητα ενός κράτους να ελέγχει τα σύνορά του και να αποτρέπει όλους αυτούς που θα μπορούσαν να την αμφισβητήσουν. Η εθνική κυριαρχία ασκείται προς το εσωτερικό ενός κράτους με τον ίδιο τρόπο και την ίδια δύναμη που ασκείται έναντι εξωτερικών αντιπάλων ή εχθρών. Όταν η εθνική και η λαϊκή κυριαρχία ασκούνται στο εσωτερικό μιας χώρας, αυτό σημαίνει, επί παραδείγματι, ότι ορίζεται με σαφήνεια και ελέγχεται κάθε μορφή συλλογικής ιδιοκτησίας και περιουσίας και ότι προστατεύονται και φροντίζονται τα μέγιστα αγαθά των πολλών και του συνόλου έναντι των ατόμων και των ομάδων που τα αμφισβητούν και τα επιβουλεύονται. Ασκείται η εθνική και η λαϊκή κυριαρχία στο εσωτερικό μιας διά του κράτους οργανωμένης κοινωνίας, σημαίνει ότι εξασφαλίζεται με τους θεσμούς η εφαρμογή των νόμων από όλους και προς όφελος όλων ισότιμα.


Θα έπρεπε η εθνική και η λαϊκή κυριαρχία των Ελλήνων να ασκείται στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους και έναντι όλων των πολιτών και των ομάδων, των κοινωνικών τάξεων και των οργανωμένων συμφερόντων, με τον ίδιο τρόπο που ασκείται έναντι των γειτονικών και των συμμαχικών κρατών; Εάν ναι, τότε πως έχουν προκύψει τρεις γενιές αυθαίρετων κατοικιών; Τότε πώς υπάρχουν μεγάλες κατηγορίες πολιτών που πληρώνουν ελάχιστους μέχρι και καθόλου φόρους; Τότε γιατί δεν προστατεύονται οι αδύναμες κοινωνικές ομάδες από τους ισχυρούς; Τότε γιατί δεν εξασφαλίζεται η ισότιμη και η ισοδύναμη πρόσβαση στην παιδεία, στην υγεία και στον ελεύθερο χρόνο για όλους τους πολίτες, τους Έλληνες, όπως και στους ξένους, όταν το δικαιούνται;


Κράτος, με απλές λέξεις, είναι η συνεχής πολυδύναμη σύνθεση και ανασύνθεση, πρώτον, του εδάφους, δεύτερον, του λαού που κατοικεί στο έδαφος αυτό από παλαιοτάτων χρόνων και το ελέγχει ιστορικά με το έργο και τις θυσίες πολλών και πολλών διαδοχικών γενεών, όπως και με τη βέβαιη βούληση ότι θα το ελέγχει στο παρόν και το μέλλον με κάθε θυσία, και, τρίτον, του νομικού προσώπου του κράτους, το οποίο θεσμείται με βάση τις αναγνωρισμένες και οικουμενικές αρχές και νόμους της αυτοδιάθεσης των λαών και της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ευημερίας όλων των ανθρώπων και με βάση έναν κάποιο θεμελιώδη Συνταγματικό Χάρτη.


Τα σύγχρονα ή μελλοντικά δημοκρατικά πολιτεύματα είναι δυνατόν να θεμελιωθούν πάνω στις αρχές αυτές και να επιτύχουν την πραγματοποίησή τους με πολλούς και διαφορετικούς ιστορικούς τρόπους. Η Δημοκρατία δεν μπορεί να είναι παρά το ιστορικό όραμα και το μέτρο της ιστορικής και όχι ουτοπικής και μεταφυσικής τελείωσης των δημοκρατικών πολιτευμάτων. Η ουτοπία από τη φύση της δεν έχει θέση στην ιστορία. Ο κρατικός μηχανισμός, από την άλλη πλευρά, είναι το θεσμικό εργαλείο, είναι ο διοικητικός μηχανισμός, με το οποίο είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί το έργο που απαιτούν οι αρχές ενός δημοκρατικού πολιτεύματος και κράτους.


Ο κρατικός μηχανισμός είναι αυτό που ονομάζουμε Κεντρική Διοίκηση. Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, στη Διοίκηση είναι δυνατόν να ενταχθεί, ως στέλεχος μάλιστα, ο οποιοσδήποτε ανειδίκευτος. Διότι η διοίκηση δεν απαιτήθηκε ποτέ να είναι πραγματικά αποτελεσματική. Οι δε πολιτικές και διοικητικές επιστήμες ακόμη και σήμερα ονομάζονται θεωρητικές, ως εάν να μην είχαν και να μην έχουν άμεση αναγκαία σχέση με την διοίκηση του κράτους που ελαμβάνεται και θεωρείται, εντελώς λανθασμένα από όλους τους σύγχρονους Έλληνες, ως αυτονόητη και εύκολη υπόθεση.


Οι διοικητικές επιστήμες, όμως, είναι από τις πιο απαιτητικές, δύσκολες και σκληρές, από πλευράς πολλών γνώσεων και ικανοτήτων, κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, τις οποίες μάλιστα θα πρέπει να θεραπεύουμε και να ασκούμε με μεγάλη επιμονή. Για αυτό και στις άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες οι κρατικοί μηχανισμοί, οι γραφειοκρατικοί δηλαδή, μηχανισμοί, οργανώθηκαν και οργανώνονται από κοινωνικούς και πολιτικούς επιστήμονες, οι οποίοι ειδικεύονται σε πανεπιστημιακές σχολές και ιδρύματα μεγάλων απαιτήσεων.


Θα υπενθυμίσω, ότι η σχολή Εθνικής Διοίκησης στην Γαλλία, αυτή που θεωρείται μια από τις Μεγάλες Σχολές της χώρας, ιδρύθηκε, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από το Ντε Γκώλ, μετά από πρόταση του γαλλικού κομμουνιστικού κόμματος, με σκοπό να δημιουργηθούν ικανοί επιστήμονες , οι οποίοι θα στελέχωναν τον κρατικό μηχανισμό, ώστε να μπορεί να είναι πραγματικά αποτελεσματικός. Από την παραγωγικότητα σε κρατικές, δημόσιες και ειδικές υπηρεσίες του κρατικού μηχανισμού εξαρτάται, κατ’ αρχάς, η ευημερία μίας κοινωνίας.


Οι υπεύθυνοι, επί παραδείγματι, του Υπουργείου Ανάπτυξης και Βιομηχανίας μιας χώρας, θα πρέπει να γνωρίζουν πολύ καλά, και δίχως μάλιστα να ανοίξουν τους φακέλους τους, όλες τις βιομηχανικές μονάδες της χώρας τους, ποιες και πόσες είναι, πόσο εκσυγχρονισμένες είναι, τι είδους μηχανήματα διαθέτουν, τι εργατικό και επιστημονικό δυναμικό διαθέτουν, ποια είναι η παραγωγικότητά τους και ποια η ικανότητά τους να αναπτυχθούν και να εξελιχθούν στο μέλλον. Μόνο μέσω των γνώσεων αυτών θα έχουν τη δυνατότητα οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας να ενισχύσουν την παραγωγικότητά τους και την ευημερία των εργαζομένων σε αυτές, ενισχύοντας την ευημερία όλης της κοινωνίας. Αυτός είναι ένας από τους τρόπους που ο κρατικός μηχανισμός θα μπορούσε να υπηρετήσει τα συμφέροντα μιας κοινωνίας.




(Εξουσία)


Τι είναι, λοιπόν, εξουσία; Γνωρίζουμε όλοι μας τι είναι εξουσία. Ένα καθημερινό παράδειγμα θα μας διαφωτίσει. Φεύγει η θεία από το σπίτι και λέει η μητέρα στον μικρό της γιο: «Γιωργάκη, δώσε ένα φιλάκι στη θεία που φεύγει». Ο Γιωργάκης κάνει πως δεν ακούει. Δεν συμπαθεί τη θεία. Πρόσφατα, δεν του έφερε κανένα δώρο. Η ελληνική κοινωνία έχει διδάξει στα παιδιά κατά τα τελευταία χρόνια να περιμένουν και να διεκδικούν δώρα. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες, συνηθίζουν να εξαγοράζουν την αγάπη των εγγονών προσφέροντας δώρα. Έτσι τα παιδιά μαθαίνουν να αγαπούν τους συγγενείς και όλους όσους με τους οποίους έρχονται σε κάποια μορφή σχέσης όταν προσφέρουν δώρα.


Ο Γιωργάκης, επειδή έμαθε από τη γιαγιά, τον παππού και κάποιον από τους θείους να τον εξαγοράζουν, δεν θέλει να χαιρετήσει με φιλί την θεία του που δεν του έφερε πρόσφατα κάποιο δώρο. Επιμένει όμως η μητέρα του και ο Γιωργάκης θα φιλήσει τελικά τη θεία που φεύγει. Η μητέρα ασκεί μια μορφή αυτονόητης εξουσίας. Ο Γιωργάκης έχει μάθει να υπακούει στη μητέρα και τον πατέρα του, αυτονόητα, μέσω της εξάρτησής του από τους γονείς, εξάρτηση την οποία αποδέχονται αναπόφευκτα, κατ’ αρχάς, όλα τα παιδιά από τους γονείς τους.


Τι είναι, όμως, η εξουσία ως είδος κοινωνικής σχέσης; Διότι, εάν σε μία κοινωνία καλούμαστε να ασκήσουμε και να αποδεχθούμε σχέσεις εξουσίας, πρέπει να γνωρίζουμε τι είδους εξουσία ασκείται από την Διοίκηση, τι είδους εξουσία, δηλαδή, ασκεί ένας δημόσιος υπάλληλος, πολύ περισσότερο όταν σκόπιμα δεν εξυπηρετεί τους πολίτες μόνο και μόνο για να φαίνεται σημαντικός και ψευδώς ανώτερος από αυτούς. Τι είδους εξουσία ασκεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή ο Πρωθυπουργός, ποια είναι η εξουσία του Κοινοβουλίου και των λειτουργών της δικαιοσύνης, κλπ. Όπως, επίσης, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τι είδους εξουσία ασκεί ένας οποιοσδήποτε δάσκαλος ή καθηγητής Πανεπιστημίου, όταν ορίζει τα αντικείμενα διδασκαλίας σε ένα ετήσιο υποχρεωτικό πρόγραμμα μαθημάτων. Οφείλω να επισημάνω ότι οι διαφορές ανάμεσα σε όλες αυτές τις διαφορετικές σχέσεις εξουσίας είναι πραγματικά σημαντικές και ουσιαστικές και από τις διαφορές αυτές εξαρτάται το είδος του δημοκρατικού πολιτεύματος που λειτουργεί σε μία κοινωνία.


Μία πρώτη κωδικοποίηση των προσεγγίσεών της δείχνει ότι η εξουσία μελετήθηκε με τους εξής πολλούς τρόπους. Ως: α) εξουσία επάνω στον εαυτό μας, β) εξουσία επάνω στους άλλους, γ) εξουσία που ασκείται με σκληρούς τρόπους και μέσα, όπως η δύναμη, η βία και η ποινή, ή με ήπιους, όπως η γοητεία, η πειθώ και η αυθεντία, και, τέλος, δ) εξουσία που είναι αυτονόητη ή νομιμοποιημένη σχέση και πράξη. Προσεγγίσθηκε επίσης και ως ε) εξουσία που οφείλεται κυρίως στις δυνάμεις και στις ικανότητες του κάθε διαφορετικού πράττοντα, αλλά και ως, στ) εξουσία που οφείλεται πριν από’ όλα στην ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων.


Δύο δε είναι τα κεντρικά ερωτήματα τα οποία αποτέλεσαν τα βασικά πεδία των ερευνών και των θεωριών. α) Αποτελεί η εξουσία «φυσική» κατά κάποιον τρόπο τάση και επιθυμία δύναμης, επιβολής και κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο, ή, β) μήπως προκύπτει από τις ανάγκες οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων των ανθρώπων και της κοινωνίας τους ως σύνολο, και συνεπώς ως συνθετικό αποτέλεσμα των σχέσεων αυτών;




Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όλα στην καθημερινή ζωή δείχνουν ότι οι άνθρωποι θεωρούν και αποδέχονται, σιωπηλά και αυτονόητα κατά κάποιον τρόπο, ότι η εξουσία είναι στη φύση του ανθρώπου. Κάποιοι μπορούν να διατάζουν λόγω της δύναμης της προσωπικότητάς τους και της θέλησής τους και κάποιοι υπακούν. Ισχύει όμως κάτι τέτοιο; Κάποιοι άλλοι, επίσης, αποδέχονται εξίσου αυτονόητα, ότι η εξουσία απορρέει από τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Δεν οφείλεται δηλαδή μόνο στο δυναμισμό της προσωπικότητας των ανθρώπων, αλλά και στην ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων. Αν όμως η εξουσία είναι σχέση, τότε το είδος των σχέσεων αυτών διδάσκεται.


Η διαφορά ανάμεσα στις δύο αντιλήψεις, α) της εξουσίας ως προσωπικής δύναμης και ικανότητας, και β) της εξουσίας ως διάστασης των κοινωνικών σχέσεων, είναι τεράστια. Θα μπορούσα να παρουσιάσω εδώ, τουλάχιστον δέκα διαφορετικές επιστημονικά επεξεργασμένες προσεγγίσεις και ορισμούς της λέξης «εξουσία», τους οποίους μελέτησαν και επιχείρησαν να εξηγήσουν με πολύ σοβαρότητα διάφοροι επιστήμονες. Της «εξουσίας», βέβαια, της οποίας το περιεχόμενο και τις διαστάσεις όλοι οι καθημερινοί άνθρωποι θεωρούν ότι γνωρίζουν.


Η λέξη «εξουσία» στην ελληνική γλώσσα προέρχεται από τον απρόσωπο γραμματικό τύπο «έξεστι», ενώ, σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες προέρχεται από τις λέξεις power ή pouvoir, από την λέξη «δύναμη» ή «δύναμαι», ως εάν το περιεχόμενο της σχέσης «εξουσία» να είναι η δύναμη. « Έξεστι» στην ελληνική γλώσσα σημαίνει το αντίθετο του εξίσου απρόσωπου γραμματικού τύπου «ένεστι». Έξεστι σημαίνει ζητώ την άδεια για να πράξω. Ενώ ένεστι σημαίνει έχω τη δύναμη να πράξω, ή, μ’ άλλα λόγια, δύναμαι να πράξω. Στην ελληνική γλώσσα, συνεπώς, η εξουσία αποτελεί κοινωνική σχέση ή σχέση ανθρώπων δυναμική, της οποίας η μορφή, η αποκρυστάλλωση ή η τυποποίηση εξαρτάται από την αναμέτρηση και την αντιπαράθεση ή την αποδοχή και την συνεργασία των όσων εμπλέκονται στην σχέση αυτή. Η ελληνική γλώσσα δεν επιτρέπει με κανέναν τρόπο να αποδεχθούμε ότι η εξουσία είναι «φυσική», κατά κάποιον τρόπο, στάση, επιθυμία ή ικανότητα κάποιων ανθρώπων που δύνανται να την ασκήσουν ή να την επιβάλουν σε κάποιους άλλους ανθρώπους που δεν έχουν την τάση και την ικανότητα αυτή.


Στον ελληνικό γλωσσικό πολιτισμό, επομένως, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι άνθρωποι έρχονται σε σχέσεις κοινωνίας, κατ’ αρχάς, ισότιμα και απροϋπόθετα, ενώ η μορφή εξουσίας που ενδέχεται να προκύψει από τις σχέσεις αυτές εξαρτάται από την δυναμική των αντικειμενικών συνθηκών, των αιτίων και των αποφάσεων. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια, ότι μέσα από την ιστορία και τις μορφές που έλαβαν οι σχέσεις επιβίωσης και ευημερίας δεν δημιουργήθηκαν και δεν φυσικοποιήθηκαν, στις διαφορετικές ελληνικές «πόλεις» και κοινωνίες, ποικίλες μορφές πατριαρχικής και άλλης αυταρχικής εξουσίας, έως ότου αναδύθηκαν και παγιώθηκαν, μετά από πολλές ιστορικές αντιπαραθέσεις και αιματηρές συγκρούσεις, και δημοκρατικές μορφές εξουσίας.


Εάν σταθούμε τώρα στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία, προσωπικά έχω την εντύπωση ότι η κυρίαρχη σιωπηλή αντίληψη είναι, ότι κάποιος έχει πραγματικά εξουσία όταν είναι πάνω από τους νόμους και ως εκ τούτου είτε οι νόμοι δεν ισχύουν για αυτόν είτε μπορεί να τους παρακάμψει, αποφεύγοντας την οποιαδήποτε κύρωση. (Εάν κάνω λάθος, συγχωρήστε με και διορθώστε με). Και το επαναλαμβάνω, ο καθημερινός σύγχρονος Έλληνας, θεωρεί ότι έχει πραγματικά εξουσία όταν μπορεί να σταθεί πάνω από τους νόμους ή να τους παρακάμψει δίχως κυρώσεις.


Και θα αναφέρω ένα παράδειγμα. Είμαστε στο καφενείο, σε μία μικρή πόλη της επαρχίας. Έρχεται ένας κύριος κρατώντας «κάτω από την μασχάλη» του, η εικόνα έχει αξία, τις πινακίδες του αυτοκινήτου του, τις οποίες του αφαίρεσαν τα όργανα της Αστυνομίας σε μία πολύ μεγάλη γειτονική πόλη, διότι στάθμευσε μπροστά σε δημόσιο Νοσοκομείο και μάλιστα στο χώρο που ήταν καθορισμένος αποκλειστικά για τα ασθενοφόρα. Ο κύριος αυτός διηγείται φωναχτά το γεγονός για να τον ακούσουν περισσότεροι, εξηγώντας με υπερηφάνεια ότι έχει «τα μέσα» να παίρνει πίσω τις πινακίδες δίχως πρόβλημα και αμέσως. Τις δείχνει μάλιστα, όπως τις παρέλαβε, για να αναγνωρίσουμε όλοι ότι είναι τυλιγμένες όπως συνηθίζεται από τα όργανα της τάξης στις περιπτώσεις αυτές. Επισημαίνω ότι δεν πρόκειται για κάποιον που έχει νοητικό ή άλλο πρόβλημα, ώστε να του αναγνωρίσουμε κάποιο ελαφρυντικό. Πρόκειται για έναν υπερήφανο σύγχρονο καθημερινό Έλληνα, που δεν τον «αγγίζει ο νόμος». Ο καθένας από εμάς τους σύγχρονους Έλληνες είναι σε θέση να γνωρίζει εάν ο κύριος αυτός αποτελεί εξαίρεση ή όχι.


Εξακολουθώ να θέτω το ερώτημα σε μένα τον ίδιο ως ερευνητή και σε όλους εμάς ως μέλη της ίδιας κοινωνίας. Είναι στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία ισχυρή η αντίληψη ότι, «έχω εξουσία όταν οι νόμοι δεν ισχύουν για μένα, ή όταν μπορώ να τους παρακάμπτω;» Εάν η εντύπωση αυτή είναι λανθασμένη, διορθώστε με και αγνοήστε την. Θα ήθελα όμως να θέσω ένα επιπλέον ερώτημα και ας απαντήσει ο κάθε αναγνώστης με βάση τις δικές του διαπιστώσεις. Πόσα από τα αιτήματα που απευθύνουμε όλοι μας στους βουλευτές του ελληνικού Κοινοβουλίου και στα κόμματα είναι νόμιμα και πόσα όχι;


Φθάνοντας στο σημείο αυτό, θα ήθελα να εκθέσω σχετικά με την εξουσία την προσέγγιση στην οποία έχω καταλήξει προσωπικά, μετά βέβαια από την πολυετή έρευνα που πραγματοποιώ καθημερινά, έχοντας λάβει υπ’ όψη μου, αναπόφευκτα, όλες τις προσεγγίσεις και τις εξηγητικές θεωρίες, των οποίων τις απαρχές ανέφερα πολύ συνοπτικά λίγο πιο πάνω. Βέβαια, την προσέγγιση αυτή έχω αναπτύξει και δημοσιεύσει διεξοδικά σε σχετική μου μελέτη.




(Μία άλλη προσέγγιση της εξουσίας)


Επιχειρώντας να προσδιορίσω την Κοινωνιολογία ως επιστήμη στην εισήγησή μου αυτή, υποστήριξα ότι το αντικείμενό της είναι οι κοινωνικές σχέσεις, η κάθε μία εκ των οποίων είναι πραγματικά πολυσύνθετη και είναι πάντοτε και ταυτόχρονα σχέση οικονομική, σχέση πολιτική και σχέση ιδεολογικό-νοηματική. Αυτό σημαίνει ότι η κάθε σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, με τους άλλους-κοινωνία και με την Φύση είναι πάντοτε και ταυτόχρονα σχέση α)ιδιοκτησίας ή και εργασίας, β) σχέση εξουσίας, και, γ) σχέση ιδεολογίας και νοήματος.


Αυτό σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι δεν υπάρχει σχέση με τον εαυτό μας, σχέση με τους άλλους και με τη Φύση που να μην είναι σχέση εξουσίας. Ας μου επιτραπεί ένα παράδειγμα. Πριν από κάποιες ημέρες είχα αναλάβει να πραγματοποιήσω μία εισήγηση σε μία επιστημονική ημερίδα. Όταν ήρθε η στιγμή να ετοιμάσω τις σημειώσεις μου και τον χαρτοφύλακα, όπως και να ετοιμαστώ ο ίδιος για την συνάντηση αυτή, διαπίστωσα πως δεν είχα καμία διάθεση για κάτι τέτοιο. Ο καλός καιρός, τέλος της εβδομάδας, ήταν Παρασκευή απόγευμα, μου δημιούργησαν την έντονη επιθυμία να πάω στην θάλασσα για να κολυμπήσω και για να ξεκουραστώ. Τι έπραξα όμως; Αυτό που πράττουμε όλοι μας σε ανάλογες περιπτώσεις. Ετοίμασα τις σημειώσεις και επέβαλα στο εαυτό μου να πάει στην συνάντηση.


Ακόμη περισσότερο, παρουσίασα στον εαυτό μου την ευχάριστη και δημιουργική πλευρά της παρουσίας μου στην συνάντηση αυτή. Υπενθύμισα σε μένα τον ίδιο ότι θα βρεθώ για πρώτη φορά σε έναν επαγγελματικό χώρο, στον οποίο δεν είχα την ευκαιρία να εργαστώ παλαιότερα. Ήδη χρησιμοποίησα την πρόταση «επέβαλα στον εαυτό μου να πάει στην συνάντηση», ή, ορθότερα, θα όφειλα να πω «άσκησα εξουσία στον εαυτό μου», με βάση την λογική και πήγα στην συνάντηση.


Αυτό όμως που πραγματικά έπραξα ήταν να «ιδιοποιηθώ» εκ νέου τις επιθυμίες και τις δυνάμεις μου, με βάση τους κανόνες της κοινής ζωής αλλά και με βάση τις πάγιες απολαύσεις και απολαβές που αποκομίζω από την επιστήμη μου ή αν θέλετε από την τέχνη μου, και να πραγματοποιήσω την εισήγησή μου.


Αυτό που συνήθως ονομάζουμε επιβολή όταν θέλουμε να περιγράψουμε την εξουσία, σε τελευταία ανάλυση δεν αποτελεί παρά μία σχέση «ιδιοποίησης» του εαυτού, των άλλων και της Φύσης. Παρευρισκόμενος στην ημερίδα, ιδιοποιήθηκα, έκανα δηλαδή δικό μου τον εαυτό μου εκ νέου, έκανα ξανά δικές μου τις πάγιες επιθυμίες και απολαύσεις μου, ιδιοποιήθηκα το ακροατήριο, διότι μιλώντας έλαβα ως δικές μου εν μέρει τις επιθυμίες γνώσης και επικοινωνίας που διέθετε, και έλαβα ως δική μου εκ νέου την περιβάλλουσα Φύση, διότι την ιδιοποιήθηκα όχι κολυμπώντας, αλλά καθιστώντας την φιλική προς εμένα μέσα από την εργασία μου στην ημερίδα.


Εάν αναφέρω ως παράδειγμα ένα γεγονός της δικής μου ζωής και τόσο προφανές, είναι διότι οφείλω να υπενθυμίσω ότι το πρώτο αντικείμενο μελέτης όλων των κοινωνικών επιστημόνων, ταυτόχρονα με την μελέτη του οποιουδήποτε άλλου αντικειμένου, είναι το ίδιο το πλέγμα των σχέσεων μέσα και μέσω του οποίου ζουν και πράττουν, διότι όποιο κι αν είναι το αντικείμενο έρευνάς τους, αναπόφευκτα μέσα και μέσω αυτού το μελετούν.


Το πεδίο οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικό-νοηματικών σχέσεων μέσα στο οποίο ζουν και εργάζονται οι κοινωνικοί επιστήμονες αποτελεί τους «φακούς επαφής», μέσα από τους οποίους παρατηρούν και σκέπτονται το κάθε τι, για αυτό είναι πάντοτε το πρώτο αντικείμενο μελέτης τους. Δια τούτο και είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε με τι είδους «φακούς ή γυαλιά όρασης» βλέπουμε και παρατηρούμε, μελετούμε αλλά και σκεφτόμαστε, διότι ούτως ή άλλως οι «φακοί αυτοί επαφής» λειτουργούν πριν από όλα αλλοιώνοντας και παραμορφώνοντας την πραγματικότητα. Θα πρέπει με άλλα λόγια να γνωρίζουμε τι είδους παραμόρφωση δημιουργούν, ώστε στον βαθμό που είναι δυνατόν, να την αφαιρούμε, και κατά την διάρκεια της παρατήρησης και σκέψης και κατά την εξαγωγή των συμπερασμάτων και την ανάπτυξη σύνθετων θεωρητικών προτάσεων.


Η εξουσία, λοιπόν, δεν αποτελεί απλά και μόνο μία σχέση αμφίδρομη, μέσα και μέσω της οποίας τα μέλη μιας κοινωνίας επιτρέπουν ο ένας στον άλλον να πράττουν, όπως δηλώνει και εξηγεί η ελληνική γλώσσα, αλλά προσωπικά υποστηρίζω ότι είναι μία σχέση ιδιοποίησης, και μάλιστα αμοιβαίας ιδιοποίησης, μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας, όλων των ενορμήσεων και των επιθυμιών τους, των ονείρων, των αντιλήψεων και των δυνάμεών τους, όλων των αναγκών και των πράξεών τους, ατομικών, ομαδικών και συλλογικών, με σκοπό την επίτευξη άδηλων και φανερών σκοπών επιβίωσης, ευημερίας αλλά και καταστροφής.


Και όπως είναι επόμενο, όλες αυτές οι σχέσεις ιδιοκτησίας, εργασίας και εξουσίας αποκρυσταλλώνονται στην σκέψη και τον νου των ανθρώπων, στον προφορικό και τον γραπτό τους λόγο, όπως και στους ίδιους τους θεσμούς τους οποίους και συνθέτουν, μέσα και μέσω αντιλήψεων ή, όπως έχει γίνει συνήθεια να ονομάζονται, εννοιών και ιδεών.




στ) Τι είναι αντιλήψεις και ιδέες;


Επομένως, ας σταθούμε σε ένα τελευταίο ερώτημα: τι είναι αντιλήψεις και τι ιδέες; Διότι, όπως προανέφερα, κάθε σχέση είναι ταυτόχρονα και πάντοτε και μία αποκρυσταλλωμένη αντίληψη ή ιδέα, κοινωνικά παγιωμένη μέσα και μέσω μιας κάποιας λέξης. Η εξουσία, επί παραδείγματι, είναι την ίδια στιγμή σχέση, γεγονός, αντίληψη και θεσμός. Και οι τέσσερις αυτές διαστάσεις της εξουσίας αποτυπώνονται κοινωνικά, μέσα και μέσω της λέξης «εξουσία».


Οι δε αντιλήψεις και ιδέες δεν είναι άυλες, όπως θέλουν να αποδέχονται και να πιστεύουν σιωπηλά οι περισσότεροι, αλλά είναι πάντοτε και πριν απ’ όλα υλικές. Αποτελούνται, κατ’ αρχάς, από την ίδια υλικότητα που αποτελείται ο εγκέφαλος και ο νους, η σκέψη και οι ανθρώπινες πράξεις. Αποτελούνται από σύνθετες μορφές ανθρώπινης ενέργειας, που παγιώνονται σε σχήματα και εικόνες στον νου και στην ψυχή, στο ανθρώπινο δηλαδή σώμα και στη συνέχεια, από την στιγμή που υλοποιούνται μέσα και μέσω των πράξεων, στα αποτελέσματα των ανθρωπίνων πράξεων: στις επαναλαμβανόμενες πάγιες οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, στους θεσμούς και σε όλων των ειδών τα ανθρώπινα έργα, εργαλεία και αγαθά κάθε είδους.


Θα ξεκινούσα από μία εύκολα αναγνωρίσιμη διαπίστωση, η οποία στα μάτια των κοινωνικών επιστημόνων είναι πολύ δύσκολο να αμφισβητηθεί. Είχαν δίκαιο ο Μαρξ και ο Φρόυντ, ο Βέμπερ και άλλοι κοινωνιολόγοι, όταν διαπίστωναν ότι οι ιδέες είναι πανίσχυρες. Δεν υπάρχει τίποτε ισχυρότερο από τις αντιλήψεις και τις ιδέες, θα μπορούσα να ισχυριστώ, συμπληρώνοντας, μάλιστα, με βάση τις διαπιστώσεις τις οποίες πραγματοποιώ από την μελέτη των θρησκειών, ότι όσο πιο παράλογη είναι μία αντίληψη-ιδέα, τόσο πιο ισχυρή μπορεί να γίνει αρκεί αυτοί που την υποστηρίζουν να την συνδέουν με έναν κάποιον τρόπο με την ιστορικοκοινωνική κατάσταση του ανθρώπου και της κοινωνίας του.


Αυτό το διαπιστώνουμε παντού στην ιστορία. Από την ελληνική αρχαιότητα μέχρι και σήμερα. Οι ιδέες είναι κάποιες αντιλήψεις με τις οποίες αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα, τις σχέσεις και τα γεγονότα. Αντί-λαμβανόμαστε, σημαίνει «λαμβάνουμε» καθώς είμαστε «αντί», απέναντι, δηλαδή, ή και μέσα σε αυτό που αντίλαμβάνουμε. Αυτές οι ιδέες, οι αντιλήψεις δηλαδή, μπορεί να είναι αντιλήψεις για το τι είναι άνθρωπος και εργασία, τι είναι πολιτική και εξουσία τι είναι θεός και ανθρώπινες σχέσεις, τι είναι αγάπη και συνεργασία, προορισμός, κλπ. Μέσα από αυτές τις ιδέες κατορθώνουν οι άνθρωποι να δημιουργήσουν μία αντίληψη για το τι είναι ο προορισμός του ανθρώπου, γιατί ζούμε και γιατί πεθαίνουμε. Όλες οι συνολικές ιδεολογίες και οι κόσμο-αντιλήψεις σε μία κοινωνία έχουν να απαντήσουν σε αυτό ακριβώς το ερώτημα: γιατί ζούμε, γιατί πεθαίνουμε και ποιος είναι ο προορισμός του ανθρώπου, του καθενός ξέχωρα, αλλά και της κοινωνίας ολόκληρης.


Ο Χριστιανισμός, επί παραδείγματι, είναι ένα σύνολο αντιλήψεων, οι οποίες εξηγούν ποιος είναι ο προορισμός του ανθρώπου εδώ στη γη και τι θα γίνει μετά το θάνατό του. Ενώ οι πολιτικές ιδεολογίες με την σειρά τους εξηγούν ποιος είναι ο προορισμός μιας κοινωνίας και πως σε μία κοινωνία πρέπει να ζουν οι άνθρωποι. Παρουσιάζουν, δηλαδή, κάποιες διευκρινήσεις σχετικά με την ιδιοκτησία και την εργασία, τον άνθρωπο και την αλληλεγγύη, την κοινωνική πολιτική και την παιδεία και οτιδήποτε μπορεί να αφορά την κοινωνική ζωή. Είναι βέβαιο τελικά ότι όλα τα συστήματα ιδεών, αποσκοπούν στο να πουν δύο πράγματα: πρώτον, ποιος είναι ο ατομικός προορισμός των ανθρώπων, σε συνδυασμό, δεύτερον, με τον προορισμό τους συνόλου μιας κοινωνίας.


Θα πρέπει και εδώ να αναφέρω ένα παράδειγμα. Όταν μιλάμε για τους αρχαίους Έλληνες, αναφερόμαστε στους προγόνους μας μιλώντας στον πληθυντικό αριθμό. «Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι» ή «οι αρχαίοι Έλληνες» παρουσιάζονται ως αυτοί που δημιούργησαν τις μορφές γνώσης και τέχνης, τις βάσεις και τις αρχές ενός μεγάλου κατ’ εξοχήν πολιτικού πολιτισμού. Όταν μιλάμε για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία αναφερόμαστε στον «Έλληνα» χρησιμοποιώντας τον ενικό αριθμό. Ο «Έλληνας», αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο μιας εντελώς ατομικής δράσης ως εάν να απουσίαζαν οι Έλληνες. Οι αντιλήψεις που έχουμε για τον προορισμό του σύγχρονου Έλληνα και οι οποίες υλοποιούνται με κάθε μας σκέψη και πράξη, είναι εντελώς ατομικές, όπως και ο προορισμός. Δεν αναφερόμαστε στη σύγχρονη Ελλάδα ως μία κοινωνία που αγκαλιάζει και εμπεριέχει έναν προορισμό για όλους τους Έλληνες, ούτε έχουμε αντιλήψεις για έναν κοινωνικό ή πολιτικό, συλλογικό κατ’ αρχάς, προορισμό.


Το πέρασμα από την κοινωνία στο άτομο είναι τρομακτικό. Χρειάστηκαν τουλάχιστον χίλια χρόνια για να συμβεί το πέρασμα αυτό στην ελληνική κοινωνία και στον πολιτισμό. Ο «Έλληνας ως ιερό πρόσωπο» κυριάρχησε με τα προσωπικά του συμφέροντα και τις ανάγκες του, ενώ η σύνολη κοινωνία ως τόπος και χρόνος όλων των προσωπικών προορισμών έχει υποχωρήσει και από τις αντιλήψεις και από τις ατομικές και συλλογικές αποφάσεις και πράξεις των σύγχρονων Ελλήνων. Η προσωπική ή και οικογενειακή επιτυχία, εν απουσία όμως της πολιτικής και πολιτισμικής ανέλιξης της σύνολης κοινωνίας και του κράτους, είναι κυρίαρχη σε όλους τους σχεδιασμούς των σύγχρονων Ελλήνων.


Οι αντιλήψεις, με άλλα λόγια, που κυριαρχούν σε μία κοινωνία σχετικά με το τι είναι άνθρωπος και συνεργάτης, φίλος και εχθρός, αυτόχθων και ξένος, τι ατομικό και τι συλλογικό αγαθό, ποιο δε από τα δύο είναι το σημαντικότερο για την επιβίωση όλων των ανθρώπων, είναι από τις κεντρικότερες, διότι μέσα και διαμέσου αυτών οικοδομείται μία κοινωνία. Οι αντιλήψεις δε αυτές υπάρχουν, συντίθενται και υλοποιούνται μέσα και διαμέσου όλων των σχέσεων και πράξεων που αναπτύσσει και πραγματοποιεί ο κάθε άνθρωπος ξέχωρα και όλοι μαζί, είτε πρόκειται για σχέσεις ιδιοκτησίας και εργασίας, είτε πρόκειται για σχέσεις εξουσίας, ελευθερίας ή και εξάρτησης. Κάθε μία από τις σχέσεις αυτές αποκρυσταλλώνεται και παγιώνεται μέσα και μέσω της ταυτόχρονης ανασύνθεσης όλων αυτών των αντιλήψεων.


Καμία σχέση ιδιοκτησίας και εργασίας, καμία σχέση εξουσίας δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή, να εφαρμοσθεί και να παγιωθεί, να αναπαραχθεί και να ισχύσει ως σκέψη και πράξη, εάν δεν εμπεριέχει μία αντίληψη σχετικά με το τι είναι ιδιοκτησία, εργασία και εξουσία και ποιος ο τελικός της στόχος και προορισμός. Οι αντιλήψεις και οι ιδέες δεν προκύπτουν από τις σχέσεις ιδιοκτησίας, εργασίας και εξουσίας, αφού δημιουργηθούν και μετά, ως αντανάκλαση, αλλά αναδύονται ταυτόχρονα με αυτές. Αποτελούν, με άλλα λόγια, ισχυρό συνθετικό και «υλικό» τους περιεχόμενο, δίχως το οποίο δεν μπορούν να συντεθούν και να υπάρξουν, να παγιωθούν και να θεσμισθούν.


Φθάνοντας εδώ, ελπίζω ότι με την παρουσίαση των βασικών αυτών υποθέσεων και θέσεων της Κοινωνιολογίας, έδωσα την ευκαιρία να γίνουν κατανοητά από μία επιστημονική σκοπιά και θέση σειρά κεντρικών ερωτημάτων και ζητημάτων της καθημερινής ζωής. Θέλω να πιστεύω ότι η εργασία μου αυτή θα αποτελέσει ένα έναυσμα αναζήτησης περισσότερων κοινωνιολογικών γνώσεων.


http://www.sociologists.gr/thess/e-mag/teuxos2/index.html#86/z

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

«Τα παιδιά της Χορωδίας»

Ανοιχτό κάλεσμα για τη δημιουργία της Ομάδας Προφορικής Ιστορίας Επταπυργίου

Η κοινωνιολογία του φασισµού